Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Πάρε τραγούδι μου φτερά, ξεφτέρι, αετός να γίνης Και πέτα γλήγορο μακρυά, πέτα κατά το Σούλι, Διάβαινε κάμπους και βουνά, κ' εκεί σαν απαράξης 'Στην Κιάφα απάνου ν' ανεβής, τρανή λαλιά να σύρης «Ο υιός του Νότη απέθανεν, ο υιός του Νότη πάει

Πρώτος ο Πάρης έρηξε το γλήγορο κοντάρι, και βρήκε την ολόιση ασπίδα του Μενέλα· μά δεν την τρύπησε ο χαλκός, μον στην ασπίδα μέσα στράβωσε η μύτη.

Είπε, και σιώντας τίναξε το γλήγορο κοντάρι 355 και χτύπησε τη στρογγυλή ασπίδα τ' Αλεξάντρου.

Έκλαψε απαρηγόρητη τρεις 'μέραις και τρεις νύχταις. Αράδιασε το λείψανοολόχρυσο σιντόνι Κ' εκάλεσε ένα γλήγορο χιονάτο περιστέρι Αθώο, αθώο σαν κι' αυτή, το μόνο σύντροφό της Και το επαράγγειλε πιστά, και τέτοια του 'μιλάει: — Άνοιξε τα φτερούγια σου, μικρό μου περιστέρι, Και θε να πας γι' αγάπη μου σε μακρυνό ταξείδι.

Και σε παρακαλώ τους φόβους σου και τ' άλλα κουροφέξαλα να τ' αφήσης κατά μέρος. Δε σου λέω τίποτ' άλλο παρά μόνο πως αυτή η εργασία πρέπει να τελείωση όσο το δυνατό γληγορώτερα. Πρέπει να τελειώση. Όπως ορίζετε, κ. εργοστασιάρχη. . Όσο για μένα ένα γλήγορο ανέβασμα, ένα ξαφνικό τίναγμα στ' αψηλά, στον αέρα, ίσως να είν' ένας θρίαμβος, μια νίκη. Στο μεταξύ ο μηχανικός φεύγει.

Αν είχε καμμίαν χαράν, η χαρά της ήτο μόνον το μοσχαναθρεμμένο παιδί της, ο Γιωργάκης της, τον οποίον επτά μηνών βρέφος της τον άφησεν ο μακαρίτης ο πατέρας του, ο καπετάν Λιμπέριος, ένας φιλήσυχος μικροκαπετάνιος, οπού απέθανε την ίδια νύκτα με το κότερό του, ένα εύμορφο και γλήγορο κότερο, οπού το πονούσε και από την γυναίκα του περισσότερον.

Τόχα χαρά μου τότε εγώ ν' απλώνω την αρίδα στα πλοία ομπρός, τι τόλπιζα πως θαν τα κάνω στάχτη. 260 Πολύ όμως τώρα σκιάζουμαι το γλήγορο Αχιλέα, τι με το πάθος τ' άπιαστο που βγήκε αφτός, :θαρρείτε στον κάμπο θα περιοριστεί, όπου Αχαιοί και Τρώες μοιράζουν κονταριές, εδώ στη μέση πολεμώντας, και δε θα στήσει πόλεμο για τέρια μας και κάστρο; 265 Μον πάμε πίσω, ακούστε με· τι να τι θα μας τύχει.

Και όλη η αγωνία της ξετυλίγουνταν σε μια ιδέα ολοφάνερη, σ' ένα αόριστο όσο και φαρμακερό προγνώρισμα πως κάτι κακό θα την κατάφτανε τόρα γοργό και γλήγορο και βέβαιο.

Το μοναχικό άστρο φώτιζε από ψηλά το αγκάλιασμά τους μ' ένα ζηλόφθονο φως. Δυο λευκοί άγγελοι, που σχίζανε το στερέωμα απ' Ανατολή σε Δύση, σταμάτησαν ξαφνισμένοι απάνω απ' τους αγαπημένους το γλήγορο πέταγμα και ζύγιασαν τα φτερά τους. Ο ένας άγγελος είπε στον άλλον: — Τι όμορφος κόσμος!... Και τίναξαν πάλι τις φτερούγες τους και τράβηξαν το δρόμο τους απ' Ανατολή σε Δύση.

Από αυτήν διακρίνεται μια γωνία, ένα Λ πιο μικρό ή πιο μεγάλο, ποτέ όμως τόσο μεγάλο ώστε το μάτι να σταματά και να βρίσκει το τέρμα της ικανοποίησής του. Από τα λόγια των δύο γυναικών, ξεχώριζε τα κομμάτια αυτά τακτικά, και στον ίδιο συρμένο και γλήγορο ήχο: — Καϋμένη! — Έλα δα λοιπόν.,, — Ναι στη ζωή μου.,, Κύττα κει! — Αχ!.,, Μα τι περίεργο.,,

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν