Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Ο Μάμαλης απ' τ' Άγραφα 'ς τη Λεπενού τα πήγε, Ο Θάνος τ' Ασπροπόταμου, του Μαλακάση ο Μπάρδας Κατέβηκαν για χειμαδιό 'ς τον κάμπο του Τρικκάλου, Την Αλλασσώνα εδιάλεξε του Σμόλκα ο Χατζημπύρρος, Ο Κάγκαλος του Ζαγοριού 'ς το Λούρο ξεχειμάζει. Του Κουρμολιάσα ο τσέλιγγας, ο Τάκης ο Ψαλίδας, Της Βαλαώρας τα ζερβά τα βοσκοτόπια πήρε. Ξημέρωνε Πρωτοχρονιά.
Ένα θαυμάσιο γεύμα ήτανε ετοιμασμένο μέσα σε χρυσά πιάτα· κ' ενώ οι Παραγουιανοί τρώγανε καλαμπόκι μέσα σε ξύλινα πινάκια στον ανοιχτό κάμπο, μέσα στη κάψα του ήλιου, ο αιδεσιμώτατος πατήρ διοικητής μπήκε στη φυλλωσιά.
Φλογίστηκε 'ς τα χέρια του το δαμασκί σπαθί του, Το πρόσωπό του εμαύρισε, άφρισε τ' άλογό του, Κι' δω που ο ήλιος έγειρε και πάει να βασιλέψη, Πέρα και πέρα εγιόμισε τον κάμπο από κουφάρια Κ' η ρεμματιαίς πελάγωσαν απ' το πολύ το αίμα.
Σέλλωσε τ' άλογό μου, Το μαύρο πούναι γλήγορο και νυχτομαθημένο. Πέρ' απ' τον κάμπο θα διαβώ και πέρ' απ' το ποτάμι, Θα ν' ανεβώ μέσ' 'ςτό βουνό, τα δάση θα περάσω Που κυνηγώ, θε να ριχτώ 'ςτό μέγα μονοπάτι, Θα πέσω κάτω απ' το ραϊδιό, κ' εκείθε λάκα-λάκα Θε να κατέβω ταις σπηλιαίς της ποταμιάς να πιάσω.
Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ' εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια.
Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε και κράζει στους συντρόφους να ζέψουν τ' άλογα· κι' αφτοί τα ζέβουν χέρι χέρι. 260 Απάνου τότε ανέβηκε και τα βοϊδήσα γέμια τέντωσε πίσω, κι' έπειτα στο πλουμισμένο αμάξι ανέβηκε ο Αντήνορας του βασιλιά από δίπλα· και μέσα απ' τη Ζερβόπορτα τραβάν κατά τον κάμπο.
'Σ την ακροποταμιάν αλάφι ζωγραφίζει Που σκύφτει τα νερά να πιη τα κρυσταλλένια Και ξάφνου σαϊτιά 'ς την πλάτη το λαβώνει· Στρέφεται αυτό, κυττάει με πόνο την πληγή του. Πάσχει ν' απαλλαχτή, δεν δύνεται το μαύρο, Κι από τον ουρανόν, από τα δένδρα γύρα Βοήθεια λες ζητάει. Ολόυρα από τον κάμπο Πλήθος μικρά χωριά κεντάει, χωράφια αλλούθε Με ολόχρυσα σπαρτά, με θημωνιές, με αλώνια.
Σα να μην έννοιωσαν αυτοί τίποτις. Ξαναρχίζει λοιπόν τις βόλτες, παίρνει γύρο το σπίτι να δη και το πίσω το περιβόλι. Στάθηκε κει και τήραγε τον απέραντο κάμπο και τατέλειωτα τα βουνά. Και καθώς τα κοίταζε σαν ονειριασμένος, ακούγει αποπάνω κλάματα και φωνές.
Μα πες κι' εσύ το τι θαρρείς, σαν πώς σ'το λέει ο νους σου; Τι εμένα ακράτητη η καρδιά μού λαχταράει να σύρω πέρα στα πλοία ως στον πλατύ των Αχαιώνε κάμπο.»
Την παράλλη μέρα, ενώ όλη η Αυλή του Βασιληά Μάρκου ετοιμαζότανε για την αναχώρησι από το Τινταγκέλ, ο Τριστάνος, ο Γκορνεβάλης, ο Καερδέν κι' ο ιπποκόμος του, φόρεσαν τους θώρακες, πήρανε τα σπαθιά και της ασπίδες τους, κι' από κρυφούς δρόμους τράβηξαν για τ' ωρισμένο μέρος. Μέσα από το δάσος περνούσαν δυο δρόμοι για τον Άσπρο Κάμπο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν