Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ' εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια.

Ξεχνώ μια στιγμή τα θεριά που είχα μπροστά μου, και μαλακών' η καρδιά μου, και σκύβω να πασπατέψω το πρόσωπό του, να το φιλήσω, να του μιλήσω, να τονε ρωτήξω πού τονε λαβώσανε, χίλια πράματα ζητούσα να κάμω σε μια στιγμή. Δεν πρόφταξα μήτ' ένα να κάμω! Μ' αρπάζει ο ένας τους από τη μέση, ο άλλος από το χέρι, με βλαστήμιες και φοβέρες, και με σέρνουν κατά την οξώπορτα.

Παιδί μου, δε θαρθής μαζί, κάθισ' εδώ, χρυσό μου, είνε χιλιάδες άλογα κ' είν' ο μπαμπούλας έξω και τα δαγκώνει τα παιδιά. Κλαίγε όσο θέλεις τώρα· εγώ δε θέλω να σε 'δώ να μου κουτσαίνης. Πάμε. Πάρε, Φρυγία, το παιδί, βάλε τη σκύλλα μέσα και κλείσε την οξώπορτα. — Θεέ μου, τι κόσμος πούνε! Πώς θα περάσωμε, καλέ, μέσ' από τόσο πλήθος; θαρρείς μερμήγκια αμέτρητα χιλιάδες και χιλιάδες.

Άσε με, άσε με να φύγω, ίσως σε λίγο είναι αργά. Πήγαινε κάτου. Γύρισε όλο το σπίτι. Και κλείσε τα παράθυρα, Και σφάλοιξε τις πόρτες. Και μην ανοίξης σε κανέναακούς; σε κανένα. Η βουή τώρα ακούεται πια από πολύ κοντά. Ο Φιντής στέκεται μαζωμένος σε μια άκρη και άφωνος. Πάψη. ΥΠΕΡΕΤΗΣ. Όλα σφαλοισμένα. Και τα παράθυρα στο κάτου πάτωμα, κ' η μεγάλη οξώπορτα, κ' η μικρή πόρτα του κήπου.

Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ' εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια.

Ο 'γούμενος, αφού πήρε γύρω την αυλή κ' εξέτασε όλα τα κελλιά απάνω και κάτω, για να ιδή μην αγρυπνούσε κανένας, πήγε κ' εκάθησε στην πεζούλα της καμάρας, κοντά στην οξώπορτα. Εκεί επερίμεινε, τυλιγμένος σφιχτά στο σάλι του, γιατί ο αγέρας ήτανε ψυχρός. Επερίμεν' επερίμενε και κάτι εμουρμούριζε πότε πότε από ανυπομονησία.

Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις: —Παπά, παπά!... —Παπά, παπά!... ο παπά-Σφοντύλης... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα η πεθερά του.... κ' η παπαδιά... κουβαλούν... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... τους είδα... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα... κ' η πεθερά του... κ' η παπαδιά...

Κλείνω μέσα μου αυτή τη στιγμή τον πόνο όλων όσοι τυραννιούνται κάτου από τα σκληρά πατήματα όλων εκείνων που σας μοιάζουν. . . Ά! με λέτε επαναστάτη, αναρχικό. Μα δεν είμαι τίποτ' απ' αυτά. Είμαι μονάχα ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος που εσείς δεν είστε. Αλίμονο σου, αλίμονο σου, τρισαλίμονό σου!... ΣΤΑΥΡΟΣ Τοίμασε σε παρακαλώ τα πράματά μου και κατέβασε τα κάτου στην οξώπορτα. ΥΠΕΡΕΤΗΣ Αμέσως.

Και αν ερχότανε κ' εύρισκε την πόρτα σφαλιστή και το λυχνάρι σβυσμένο και την καλή του παραδομένη στον ύπνο κ' έστεκε κουρασμένος στην οξώπορτα, χτυπώντας σαν τον ξένο και τον έρημο, τι θάλεγε από μέσα του; «Εμένα με φάγανε οι δρόμοι και τα κύματα, εγώ μήνες και χρόνια ταξιδεύω κ' έρχομαι και μια ψυχή δε βρίσκεται να με προσμένη». Θα βαρηγκομούσε ο ταξιδιάρης και θάπαιρνε ξανά το δρόμο και θα τραβούσε κατά τα μάτια του.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν