United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Σαϊτονικολής ηγάπα να την πειράζη, και, αν την συνήντα εις τον δρόμον, θάλεγε του Μανώλη να της φιλήση το χέρι, ως σεβασμίας τάχα γραίας, διότι φοβερά επειράζετο όταν έβλεπεν αμφισβητουμένην την άλλως λίαν αμφισβητήσιμον νεότητά της.

«Φίλε, τι έρχεσαι, έτσι λαχανιασμένος, να ζητήσης εδώ μέσα; Θάλεγε κανείς πώς είσαι οδηγός λαγωνικών και τρέχεις κατ' οπίσω τους να τα πιάσης. Μήπως έρχεσαι και συ να ζητήσης δικαιοσύνη για κανένα άδικο που σου κάνανε; Ποιος σ' έδιωξε από το δάσος μου;» Ο δασοφύλακας τον επήρε κατά μέρος, και χαμηλόφωνα του είπε: — «Είδα τη Βασίλισσα και τον Τριστάνο. Κοιμώντανε, και μ' έπιασε φόβος.

Αν είταν αληθινός, ή τουλάχιστο γνωστικός Τούρκος, η τρέλλα του θάπερνε τούρκικο δρόμο, θα πήγαινε αντίκρυ στο Μιναρέ, και θάλεγε, «Γραφτό σου είναι, Μιναρέ μου, να πέσης, ας γείνη του Προφήτη το θέλημαΜα ο Μεχμέτης ανησυχά, βασανίζεται, τα σίδερα τρώει, που θα πέση ο Μιναρές. Και τρέχει, κι όλο τρέχει να τονε γλυτώση. Όλο πάει να πέση, κι όλο τονε γλυτώνει. Ρωμιός πρέπει να είναι, του κάκου!

Σας είχα πει σωστά, αγαπητέ μου κύριε, φώναξε θλιβερά ο Κακαμπός, πως αυτά τα δυο κορίτσια θα μας σκαρώνανε άσκημη ιστορία! Ο Αγαθούλης βλέποντας το καζάνι και τις σούβλες, φώναξε: — Ασφαλώς θα μας ψήσουν ή θα μας βράσουν! Α! τι θάλεγε ο διδάσκαλος Παγγλώσης, αν έβλεπε, πως είναι κανωμένη η καθαρή ανθρώπινη φύση.

Ο Αγαθούλης σ' όλον αυτό το διάλογο στεκότανε εκστατικός κ' έλεγε μέσα του: Αυτός ο τόπος διαφέρει πολύ από τη Βεστφαλία κι' από τον πύργο του κυρίου βαρώνου. Αν ο δικός μας ο Παγγλώσσης έβλεπε το Ελδοράδο, δε θάλεγε πλέον πως ο πύργος του Τούντ-τεν-τρονκ ήτανε ό,τι καλύτερο υπήρχε πάνω στη γη· είναι βέβαιο, πως πρέπει κανείς να ταξιδεύη!

Πώς το είπες αυτό; ρώτησε ο πασάς; που λίγο γνώριζε τα Ελληνικά και πολλές φορές σταματούσε για να βρη τη φράση που θάλεγε ή για να καταλάβη τι τούλεγαν. — Είχε ενθουσιασμό πατριωτικό. Το λίγο που κατάλαβε ο πασάς από τη φράση μου τον έκαμε να κυτάξη με ανησυχία προς τη θύρα της αίθουσας που ήμεθα.

Θάλεγε κανένας ότι κι αυτό είχε πάρει από τη μαυρίλα των μαλλιών. Και στη Χλόη, που τον εκοίταζε, εφαινόταν όμορφος ο Δάφνης, και επειδή δεν τον είχε προσέξει πριν ότι ήτανε όμορφος, ενόμιζε πως το λουτρό ήτανε η αφορμή της ομορφιάς του. Κι όταν του έπλενε τις πλάτες ένοιωθε το κρέας του πιο μαλακό· και πολλές φορές άγγιξε κρυφά το δικό της για να δοκιμάση μήπως ήτανε τρυφερότερο.

Κι' όταν το παιδί πήγαινε καβάλλα μαζύ με τους νεαρούς ιπποκόμους, θάλεγε κανείς ότι το άλογό του, τα όπλα του κι' αυτό το ίδιο δεν ήτανε παρά ένα, κι' ότι ποτέ δε θα χωριζόντανε. Βλέποντάς το τόσο ευγενικό και περήφανο, με τους πλατειούς ώμους του και τη λεπτή μέση, δυνατό, πιστό και αντρείο, όλοι παινούσαν τον Ρόχαλτ που είχε ένα τέτοιο γυιό.

Και για να μιλήσουμε επιστημονικά, η βάση της ζωής, η ενέργεια της ζωής, όπως θάλεγε ο Αριστοτέλης, είναι απλούστατα η επιθυμία της εκφράσεως και η Τέχνη παρουσιάζει πάντα λογής- λογής φόρμες, που μ' αυτές να μπορή να πραγματοποιήται η έκφραση εκείνη. Η ζωή αρπάζει τις φόρμες αυτές και τις μεταχειρίζεται κι όταν ακόμα τη βλάπτουν.

Χαρούμενο ήταν των τζιτζικιών το λάλημα, γλυκιά και των οπωρικών η μυρουδιά, ευχάριστο και των κοπαδιών το βέλασμα. Θάλεγε κανένας πως και τα ποτάμια τραγουδούσαν, καθώς σιγότρεχαν· πως κ' οι αγέρηδες έπαιζαν φλογέρες, καθώς φυσούσανε μέσα στα πεύκα· πως και τα μήλα ερωτευμένα έπεφταν κάτω· πως κι' ο ήλιος αγαπώντας την ομορφιά, όλους τους ξεγύμνωνε.