United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να ελεήσω ηθέλησα τους ματαίους ανθρώπους, Που στην αμάθεια κείτονται με ταλαιπώριας κόφους. Σ' αυτούς να λάμψω καθαρή, την πλάνη να σκορπίσω Να ξαλειφθούν η πρόληψες, και τα κακά να σβύσω. Να φέρω πάλι μάθησες, να φέρω πάλι φώτα· Να οδηγήσω τους θνητούς εις το καλό, σαν πρώτα.

Από της στιγμής εκείνης μέχρι του λουτρού μου εφάνη ότι επέρασε ένας αιώνας και διαρκώς παρετήρουν την ώραν εις το ηλιακόν ωρολόγι και ανυπομονούσα να φθάση η ώρα του λουτρού. Όταν δε τέλος πάντων ήλθε η ώρα επλύθηκα βιαστικά κ' εφόρεσα τα καλά μου, δηλαδή εγύρισα το φορεμά μου, ώστε να φαίνεται η καθαρή του μεριά.

Και αν πάλιν σ' αρέσει να βοάς, κ' εγώ δεν μέν' οπίσω. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τούτ' είναι τρέλλα καθαρή, και θα ενεργήσηαυτόν κάμποσην ώραν ο παροξυσμός της, κ' ευθύς κατόπι πράος κ' ήσυχος θα μείνη ως είναι η περιστέρα ευθύς 'πού ξεκλωσσήση το χρυσό της ζευγάρι.

Ο Βιζυηνός, μολονότι καλοσπούδασε φιλοσοφικά στη Γερμανία, δε φαίνεται πώς άμεσα τραβιέται από τα θέματα τα φιλοσοφικά, ποίηση και φιλοσοφία κρατιούνται από κείνον η καθεμιά στα σύνορά της μέσα απαρασάλευτη, εξαιρετικά η καθαρή σκέψη παίρνει να τραγουδήσει στους στίχους του, και «η Αφροδίτη», το αστέρι και το τραγούδι της Αγάπης το διανοητικό, είναι σαν ένας ήχος πλάγιος βαρύς που τον ακούμε κάπως ξαφνισμένοι.

Ήταν η κυρά Πανώρια κι ο γιος της ο Δημητράκης. Ήταν ιδρωμένος κ' είχε τα πόδια πληγωμένα. Στην ίδια κατάσταση βρισκόταν κ' η μάννα του. Η φορεσιά της ήταν καθαρή μα ξεσκλιάρικη. Τα παπούτσια της μισά και τρύπια. Αίμα έτρεχε από τα πόδια της κι από τα μάτια της δάκρυα. Εβάδιζε όμως ορθά και μεγαλόπρεπα δίπλα στο γιο της, σα να ήθελε να δείξη και στη συφορά της την αρχοντιά και την περηφάνεια της.

Ο Ούλοφ γελούσε εννοείται με το μικρό αδερφό και προσπαθούσε να τον πείση πως ένας αληθινός άντρας δε σκοτίζεται πολύ με τα κορίτσια. Κι ο Σβάντε, που στο σημείο αυτό είχε λιγότερο καθαρή τη συνείδηση, ήθελε να πειράζη το μικρό αδερφό λέγοντάς του πως είναι μικρός ακόμα. Ο Σβεν στενοχωρεμένος έτρεχε στη μαμά.

Ξαφνικά, από τα μισοανοιγμένα τζάμια του παραθύρου όπου έπαιζαν η ακτίνες του φεγγαριού, μπήκε η φωνή ενός αηδονιού. Η Ιζόλδη άκουγε την καθαρή και γλυκειά φωνή που ερχότανε να μαγέψη τη νύχτα, κ' η φωνή ανέβαινε παραπονετικήτόσο γλυκειά που καμμιά σκληρή καρδιά, ούτε φονηά καρδιά δε θα μπορούσε να την ακούση δίχως να συγκινηθή. «Από που νάρχεται αυτή η μελωδία;...» σκέφτηκε η Βασίλισσα.

Σας είχα πει σωστά, αγαπητέ μου κύριε, φώναξε θλιβερά ο Κακαμπός, πως αυτά τα δυο κορίτσια θα μας σκαρώνανε άσκημη ιστορία! Ο Αγαθούλης βλέποντας το καζάνι και τις σούβλες, φώναξε: — Ασφαλώς θα μας ψήσουν ή θα μας βράσουν! Α! τι θάλεγε ο διδάσκαλος Παγγλώσης, αν έβλεπε, πως είναι κανωμένη η καθαρή ανθρώπινη φύση.

Αν δεν είχα την τιμή να δώσω μια μεγάλη σπαθιά περνώντας πέρα-πέρα το κορμί του αδερφού της δεσποινίδας Κυνεγόνδης, θα είχα φαγωθή χωρίς άλλο. Όμως παρ' όλα αυτά η καθαρή φύση είναι αγαθή, αφού αυτοί εδώ οι άνθρωποι, αντί να με φάνε, μου κάνανε χίλιες τιμές, όταν μάθανε, πως δεν ήμουνα ιησουίτης. &Ο Αγαθούλης κι ο σύντροφός τον φτάνουνε στο Ελδοράδο και τι βλέπουν εκεί.&

Κι αποπίσω ένα μισότριβο ζευγάρι χωρικών ο άντρας με κοντοκάπι και πανταλόνια, η γυναίκα με καθαρή, καινούργια Αραχωβίτικη φορεσιά, μ' έναν αέρα μεγάλης ευτυχίας στο πρόσωπό τους και οι δυο. Μπήκαν όλοι μέσα στο μαγαζάκι, τους ακολούθησε κι ο αμαξάς, αφού έσυρε πρώτα τα λαχανιασμένα άλογα του από το δρόμο, στο φαρδύ ίσκιο ενός πλατανιού.