United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφυλάττετο καλώς μη εκφέρη ως απειλήν την αποβολήν, όπως θα έπραττε ξένος μη γνωρίζων τα ήθη του τόπου, διότι εγνώριζε κάλλιστα ότι οι μικροί διάβολοι εγέλων με την απειλήν ταύτην, ην ενόμιζον ως ευτυχίαν και ελευθερίαν. Επίσης τους είπεν ότι «όσοι έχουν παπούτσια να τα φορούν εις το εξής, όταν θα πηγαίνουν εις το σχολείον».

Εμάς, η δουλειά μας αυτή δεν είναι. Μπαίνουμε λοιπόν και στο Παλάτι αυτό ξαφνικά, κ' ίσια στο νοικοκύρη. Όχι όμως σα σφίγγες. Εδώ από κρύφια και μαγικά τερτίπια ανάγκη δεν έχουμε. Εδώ μπαίνουμε σα δυο καλόγνωμοι πατριώτες, που ήρθανε να χαιρετήσουν το Βασιλιά τους. Ας βγάλουμε τα παπούτσια μας στο κατώφλι, να του δείξουμε πως ερχούμαστε από Τούρκικα μέρη, ίσως κ' έτσι πιώτερο μας πονέση.

Μπήκα το λοιπόν, και από κάμαρα σε κάμαρα, μπρος ο δούλος πίσω εγώ, βρέθηκα μπροστάτον κυρ Αγησίλαο. Τι σπίτι, καϋμένη Μαριώ! Καλά που έβαλα τα καινούργια μου παπούτσια. — Ουφ, καϋμένε . . . λέγε τι σου είπε, και άφησε της φλυαρίαις. — Τι μου είπε; και θυμάμαι θαρρείς; Τι κάνουμε, πώς περνούμε, πόσα παιδιά έχομε . . . αν είμαστε στενοχωρημένοι, χίλια δυο.

Συμμετέσχε και αυτός της προσβολής, έδωσε και αυτός ένα χέρι και όχι μόνον δεν εθύμονε, δεν εζήτει εκδίκησιν ο Μάρτης, αλλ' αναγνωρίζων το δίκαιόν του επροσφέρετο να τον κεράση κι' όλα. . . Βεβαίως εάν και οι μήνες ήσαν θνητοί, ως οι άνθρωποι, ο Μάρτης θα επήγαινε με τα παπούτσια εις τον Παράδεισον.

Ο Bottom είναι με τα σπιτικά του, ο Lysander ξεχωρίζει από τον Oberon με την Αθηναϊκή στολή που φοράει και ο Launce έχει τρύπια τα παπούτσια του· Η Δούκισσα του Gloucester είναι τυλιγμένη σε άσπρο σεντόνι κι ο άντρας της στέκει πίσω της ντυμένος στα μαύρα.

Δεν μπορεί να είναι αυτός…Τελικά ρώτησε λίγο απότομα: «Ποιος είναι;» «Φίλος», απάντησε μια ξένη φωνή. Η Νοέμι όμως δεν κατάφερνε να ανοίξει, τόσο πολύ έτρεμαν τα χέρια της. Ένας νέος άντρας που έμοιαζε με εργάτη, ψηλός και χλωμός, ντυμένος στα πράσινα, με κίτρινα σκονισμένα παπούτσια και μικρό μουστάκι στο χρώμα των παπουτσιών, στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα στηριζόμενος σε ένα ποδήλατο.

Έξαφνα όμως μια φιγούρα φάνηκε στην πόρτα: ψιλή, λεπτή, φορώντας στενά ρούχα γκρενά με μαύρα λουλούδια, είχε ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα στο κεφάλι κι εδώ κι εκεί στο πρόσωπο, στο σώμα, στα πόδια κάτι που έλαμπε: τα μάτια, τα κοσμήματα, τα παπούτσια…

Ποδάρια γυμνά σέρνουνταν μέσα στο ατέλειωτο αυτό παλιοσαράγι, παπούτσια χωριάτικα έτριζαν σκιές βιαστικές διάβαιναν, φουστάνια με χωριάτικα χρώματα πηγαινοερχώνταν, πλεξίδες μαύρες και ξανθές ανέμιζαν εδώ κι εκεί, μαύρες και καφετιές σκέπες, και κίτρινα κλαρωτά μαντήλια σε γεροντικά κεφάλια, σα κοριτσιάτικα κεφαλάκια, κουνούνταν πέρα δώθε, κι ένα πέλαγος από χωριάτικο θηλυκόκοσμο με ψιθυρίσματα και λόγια, που μόλις έφταναν στ' αυτιά μου, αντηχούσε τόση ώρα τόρα.

Και μετά ολίγην ώραν ενώ εγώ ήμουν εις την οικίαν του, μου λέγει ο ράπτης, ότι έξω ένας γέροντας βαστά το τσεκούρι και τα παπούτσια σου, που έχασες, ως του είπον οι άλλοι ξυλάδες και θέλει να σου τα εγχειρίση ο ίδιος. Εις ταύτα τα λόγια εγώ άρχισα να τρέμω.

Η γυναίκα τον λοξοκοίταζε, ενώ περνούσε τα καινούργια κορδόνια στα παπούτσια της, χωρίς να πετάξει τα παλιά, που μπορούσαν ακόμη να χρησιμέψουν στο δέσιμο κάποιου πράγματος. Γιατί όμως εκείνος μιλούσε έτσι, με τόνο παρακαλεστικό σαν ζητιάνος; Την κορόιδευε ή είχε πυρετό; «Έφις, ψυχή μου, γύρισες τον κόσμο και έλιωσαν τα παπούτσια σου και το μυαλό σουΠαρόλα αυτά του δάνεισε τα χρήματα.