United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αφτοί όλοι αντάμα στ' άλογα το καμοτσί σηκώνουν και τα βαρούν, και σκούζοντας τους φώναζαν να τρέχουν με θάρρος, κι' όλα αβάσταχτα πετούσαν μες στον κάμπο πέρα απ' τα πλοία σαν αητοί, ενώ ως στα ύψη η σκόνη 355 κάτου απ' τα πόδια ανέβαινε σα σύγνεφο ή χαμψίνι, και με το χνώτο τ' αγεριού ανέμιζαν οι χαίτες. Κι' οι άμαξες μια αγγίζανε τη γης τη θνητοθρόφα, μια σηκωτές αρμένιζαν.

Ένα πλήθος, όπως δεν το είχε ξαναδεί, γέμιζε την εκκλησία, το χώρο γύρω, το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό. Μια λιτανεία γύριζε συνέχεια γύρω από το ναό, σαν ερπετό κόκκινο και άσπρο, κίτρινο και μαύρο. Τα λάβαρα ανέμιζαν όμοια με μεγάλες πεταλούδες, και με τη μονότονη ψαλμωδία των προσκυνητών ενώνονταν άσματα της χορωδίας, κουδουνίσματα αλόγων σελωμένων για αγώνες, φωνές χαράς.

Κρατείτη ζώνη τα κλειδιά που πήρε από το Κούγγι Όταν τον έφαγε η φωτιά. Αχτίδαις τα μαλλιά του Τα γένεια σπίθαις και καπνός. Οι πέντε του συντρόφοιτον ώμο τους τονέ βαστούν. Ανέμιζαν τριγύρωτο φοβερό καλόγερο παιδιά βυζασταρούδια, Αγράμπελαις που εφύτρωσαντο βράχο του Ζαλόγγου, Καθένα τούχε η μάνα τουτην τραχηλιά της ρόδο.

Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον. Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά.

Ποδάρια γυμνά σέρνουνταν μέσα στο ατέλειωτο αυτό παλιοσαράγι, παπούτσια χωριάτικα έτριζαν σκιές βιαστικές διάβαιναν, φουστάνια με χωριάτικα χρώματα πηγαινοερχώνταν, πλεξίδες μαύρες και ξανθές ανέμιζαν εδώ κι εκεί, μαύρες και καφετιές σκέπες, και κίτρινα κλαρωτά μαντήλια σε γεροντικά κεφάλια, σα κοριτσιάτικα κεφαλάκια, κουνούνταν πέρα δώθε, κι ένα πέλαγος από χωριάτικο θηλυκόκοσμο με ψιθυρίσματα και λόγια, που μόλις έφταναν στ' αυτιά μου, αντηχούσε τόση ώρα τόρα.

Εστροβίλιζε μια καρτέλα· άλλη καρτέλα· άλλη, άλλη. Εφούσκωναν, ανέμιζαν, εκλωθογύριζαν δώθε, κείθε, ψηλά, χαμηλά, πέρα τα κοντά φουστανάκια της. Εξέφεβγαν πάνω από τα γόνατα λίγο· απάνω, παραπάνω. Εξεσκέπαζαν τις σαρκωμένες τις άντζες της πίσω· πάνω, παραπάνω τις αντζακλείδες της. Εξεσκέπαζαν την κατακόκινη καλτσοδέτα πάνω, παραπάνω, ψηλότερ' ακόμη· λιγάκι· τόσο δα.

Ο γέρος, όρθιος, ακούνητος, φιλούσε, φιλούσε ολοένα το μαγεμένο στόμα. Και η βάρκα, με το πανί λασκάδο, χωρίς καμμιά πνοή περίγυρα, άρχισε να σχίζη το κύμα, βουβό στην πλώρη της, να μακραίνη μαγεμένη απ' τη στεριά και να χάνεται στο χρυσό χάος του πελάγου. Σε λίγο μόνο τα μεγάλα μαλλιά του γέρου ανέμιζαν, σαν σβύσιμο αφρού, ανάμεσα στα μαγεμένα νησιά... Εμείς τα παιδιά ξέραμε πολλά πράγματα.

Εβροντούσαν στις ισκιερές καμάρες κάτω, και πάνω στις κλειστές αβλόπορτες, και τους κουκουλωμένους φούρνους· στις στοιβανιές τα ξύλα, στα δέντρα, στα κλειστά παραθυρόφυλλα. Εσπόριζαν οβούζια αστραφτερά, ολάναφτα, που άπλωναν τις φλογερές τις σπίθες τους ολούθε, συνέπαιρναν κ' εσκόρπιζαν κι ανέμιζαν ολούθε τα χιόνια σύγνεφα πυκνά. Άχνιζε ο τόπος, εθόλωναν τα φώτα της ημέρας στην πυκνή χιονιά.