United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα σε ποιον τόπο μάγων κατώρθωσε να βρη φάρμακο για της πληγές του. Ασφαλώς είναι κάποιος μάγος. Ναι, η βάρκα του ήταν νεράιδα καθώς και το ξίφος του, και μαγεμένη είναι η άρπα του που κάθε μέρα σταλάζει δηλητήρια μέσ' την καρδιά του Βασιληά Μάρκου.

Και ποιο νησί στην Ελλάδα δε σε μαγέβει; Η Άντρο πάλι έχει και τη θάλασσα μαγεμένη. Πρέπει να διής τις αμμουδιές εκείνες, βαθιά μέσα στο λιμάνι, με τα βουνά γύρω γύρω.

Δέκα μέρες βασανιζότανε στου Καρά Μεχμέτη την κούλα, που τηνε φύλαγαν κρυμμένη ώσπου να γιάνη, μα πήγαινε από το κακό στο χερότερο. Έτρεμε μερονυχτίς σα να είτανε μαγεμένη. Μα εγώ θαρρώ πως είχε την Παναγιά μέσα της και τηνε βοηθούσε. Είπανε να την ξεκάνουνε, μα το είχαν προσταγή από τον αφέντη τους να μην την αγγίξουν ώσπου νάρθη στο δικό του χαρέμι.

Η Γκριζέντα κοκάλωσε και το όμορφο πρόσωπο και τα όμορφα μάτια της πήραν αμυδρά την όψη της γιαγιάς της. «Γυρίζει πίσω;» «Αφήστε τα τώρα αυτάείπε ο Έφις απιθώνοντας το πανέρι στα πόδια του κοριτσιού, αλλά εκείνη άκουγε σαν μαγεμένη τα λόγια της γιαγιάς, και εκείνος κατεβαίνοντας το σοκάκι νόμιζε πως ξανάβλεπε το παρελθόν σε κάθε γωνιά.

Ο γέρος, όρθιος, ακούνητος, φιλούσε, φιλούσε ολοένα το μαγεμένο στόμα. Και η βάρκα, με το πανί λασκάδο, χωρίς καμμιά πνοή περίγυρα, άρχισε να σχίζη το κύμα, βουβό στην πλώρη της, να μακραίνη μαγεμένη απ' τη στεριά και να χάνεται στο χρυσό χάος του πελάγου. Σε λίγο μόνο τα μεγάλα μαλλιά του γέρου ανέμιζαν, σαν σβύσιμο αφρού, ανάμεσα στα μαγεμένα νησιά... Εμείς τα παιδιά ξέραμε πολλά πράγματα.

Μια ψυχή θεία και λεύτερη, που με τον πρώτο της αθάνατο στίχο γκρέμισε όλο τον πύργο που πολεμούσαν οι δύστυχοι εκείνοι μανιακοί να μας χτίσουν από μουχλιασμένες περγαμηνές. Μια ψυχή, που έννοιωσε μονομιάς όλη την καρδιά της ταλαίπωρης Ρωμιοσύνης, και την τραγούδησε με τρόπο που έμεινε η Ρωμιοσύνη μαγεμένη κ' εκστατική.

Ήρθε όμως κουνάμενη η Νατόλια. «Το αφεντικό μου και ο ντον Πρέντου προσκαλούν τον ντον Τζατσιντίνο σε γεύμαΚι εκείνος σηκώθηκε αφού τίναξε καλά τα μπατζάκια του. Η ντόνα Έστερ τον ακολούθησε με τα μάτια και έμεινε να κοιτάζει προς το μπαλκόνι, σαν μαγεμένη από τη λάμψη των ποτηριών και του ασημένιου δίσκου που η Νατόλια κουνούσε εκεί πάνω σαν να ήταν καθρέφτης.