United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Νοέμι την τραβούσε από το σάλι, αλλά η ντόνα Έστερ, παρ’ όλο που συμβούλευε υπομονή και φρόνηση, ξέσπασε. «Ντόνα Έστερ και κουραφέξαλα! Η ανάγκη, το ξέρεις δα αδελφή μου, μας κάνει όλους ίσουςΚαι έφυγε. Τότε ένα έντονο αίσθημα ταπείνωσης και αγανάκτησης κατέλαβε πάλι τη Νοέμι.

Δεν θα το ήθελα, αλλά εσείς με το πείσμα σας με αναγκάζετε. Ο ντον Πρέντου το έχει πάρει τόσο στα σοβαρά που εάν εσείς δεν τον θελήσετε θα πεθάνει. Ναι, σαν να του έχουν κάνει μάγια, δεν κοιμάται πια. Εσείς δεν ξέρετε τι είναι αγάπη, ντόνα Νοέμι∙ σκοτώνει. Πρέπει να έχει κανείς λειψή συνείδηση για να αφήνει να πεθαίνει ένας άνθρωπος…

Τότε, μέσα στα σκοτάδια που τον τύλιγαν σαν να άναψε ένα μακρινό φως: η θέληση να παλέψει με το θάνατο. Ξεσκέπασε το πρόσωπό του και μίλησε. «Ντόνα Έστερ, είμαι καλύτερα. Δώστε μου να πιώΈτρεξαν και οι δυο αδελφές και η Νοέμι η ίδια του ανασήκωσε το κεφάλι και του έδωσε να πιεί. «Μπράβο Έφις! Έτσι είναι καλά. Ξέρεις τι θα γίνει σήμερα

Οι γυναίκες μόλις βγήκαν από την εκκλησία σκόρπισαν εδώ κι εκεί, σιωπηλές σαν φαντάσματα, και απλώθηκε πάλι η μοναξιά και η σιωπή γύρω από το σπίτι των Πιντόρ. Η ντόνα Έστερ πλησίασε στο πηγάδι για να στηρίξει μ’ ένα ξύλο μια γαριφαλιά, ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και έκλεισε τα πορτοπαράθυρα.

Ο Έφις πήρε τον κουβά κάτω από το κάθισμα και ξεκίνησε, αλλά όταν έφτασε στην πόρτα έστρεψε δειλά, κοιτάζοντας τον κουβά που κουνιόταν. «Το γράμμα είναι από τον ντον Τζατσιντίνο;» «Το γράμμα; Τηλεγράφημα είναι……» « Χριστέ μου! Δεν πιστεύω να έπαθε τίποτα κακό;» «Τίποτα, τίποτα! Πήγαινε…..» Δεν είχε νόημα να επιμένει πριν κατέβει η ντόνα Νοέμι.

Η όψη του Έφις άστραψε. Κάτι θέλησε να πει κι εκείνος, αλλά ακούστηκε ν’ ανοίγουν από μέσα την εξώπορτα και ο ντον Πρέντου απομακρύνθηκε χωρίς να στρέψει, προσπαθώντας να κρυφτεί στον τοίχο. Κεφάλαιο δωδέκατο Προς μεγάλη έκπληξη του Έφις η ντόνα Έστερ συναίνεσε στις προτάσεις του ξαδέλφου της. Έτσι, το κτηματάκι πουλήθηκε και η συναλλαγματική πληρώθηκε.

Οι θείες άρχισαν να το συζητούν και όσο περισσότερο το συζητούσαν, τόσο λιγότερο συμφωνούσαν. «Να δουλέψει;», έλεγε η ντόνα Ρουθ, η πιο ήρεμη. Αφού το χωριουδάκι τους δεν μπορούσε να θρέψει ούτε εκείνους που είχαν γεννηθεί εκεί.

Οι κυράδες του όμως βρίσκονταν εκεί, στον πάγκο και τον κοίταζαν: η ντόνα Έστερ γριά και με βλέμμα σχεδόν ικετευτικό, η ντόνα Νοέμι χαμογελαστή, αλλά πιο τρομερή απ’ ότι όταν ήταν αυστηρή.

Εκείνος βέβαια δεν θα επέτρεπε στον Τζατσιντίνο ούτε καν να ξεμπαρκάρει. Τι λες, Έφις;» «Εγώ; Εγώ είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης, αλλά λέω πως ο ντον Τζατσιντίνο θα ξεμπαρκάριζε οπωσδήποτε.» «Γιός της μάνας του, θέλεις να πειςαναστέναξε η ντόνα Ρουθ και ο υπηρέτης αναστέναξε κι εκείνος. Η σκιά του παρελθόντος ήταν πάντα εκεί, γύρω τους.

Και ο ντον Πρέντου στεκόταν εκεί, να χαϊδεύει την καδένα του και να κοιτάζει κάτω, προς το ποτάμι, σαν να περίμενε κι εκείνος κάποιον. «Τι στο καλό. Μήπως πέθαναν κι αυτές;» «Η ντόνα Έστερ θα είναι στην εκκλησία και η ντόνα Νοέμι ίσως έχει ξαπλώσει.» «Γιατί, άρρωστη είναι;» «Τι να πω! Τώρα τελευταία, όταν γυρίζω, τη βρίσκω στο κρεβάτι.