United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με το που μπήκαν οι τρεις δερβισάδες υποκλίθηκαν βαθιά και ευχαρίστησαν τις κυράδες για την καλοσύνη και φιλοξενία τους.

Όταν γύρισα σπίτι μού έβγαλε γλώσσα και η Γκριζέντα, επειδή δεν θέλει να πηγαίνω στις κυράδες σου. Δεν ξέρω που να τα πω, Έφις. Δεν είμαστε εμείς που φωνάξαμε το παλικάρι από το δρόμο∙ ήρθε από μόνος του. Η Καλίνα μου λέει: διώξτε τον. Εκείνη όμως τον διώχνει όταν πάει σπίτι της;» Ο Έφις χαμογέλασε. «Εκεί βέβαια δεν πάει για ερωτοδουλειές!....»

Ο Έφις έφυγε, με τα λεφτά στο χέρι, ενώ τον ακολουθούσαν οι ειρωνικοί αποχαιρετισμοί της γυναίκας. «Πες στις κυράδες σου να φυλάγονται καλάΕκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να υποφέρει τα πάντα, αρκεί να κάνει καλή εντύπωση στον Τζατσιντίνο όταν φτάσει.

Πούθε η κυρά σας έκανε σα βγήκε από το παλάτι; Μην πάει στις συνυφάδες της ή σε καμιά αντραδέρφης; για μήπως πάει στην εκκλησά της σεβαστής Παρθένας, όπου κι' οι άλλες δέουνται πυκνόσγουρες κυράδες380

Αυτές οι δύο όμως μεταξύ τους, στα κρυφά, παραδέχονταν ότι φαινόταν να τον είχαν μαγέψει, αφού συνέχιζε να στέλνει πολλά δώρα στις κυρίες Πιντόρ, και σχολίαζαν χαμηλόφωνα τον Έφις: όλα είναι πιθανά σ’ αυτόν τον κόσμο, και ο Έφις αγαπούσε τις κυράδες του τόσο, που θα μπορούσε για χάρη τους ακόμη και μάγια να κάνει. Τα πήγαινε-έλα του με τον ντον Πρέντου έβαζαν κυρίως σε υποψίες τις υπηρέτριες.

Συνέβηκε όμως κάτι που ξεσήκωσε κουτσομπολιά σ’ όλο το χωριό. Ο Έφις, αν και συνέχιζε να είναι στην υπηρεσία της ντόνας Έστερ και της ντόνας Νοέμι, κατόρθωσε να μείνει σέμπρος στο κτηματάκι, έτσι έφερνε στο σπίτι, στις κυράδες του, το μέρος εκείνο από την παραγωγή που τους αναλογούσε.

Οι κυράδες του όμως βρίσκονταν εκεί, στον πάγκο και τον κοίταζαν: η ντόνα Έστερ γριά και με βλέμμα σχεδόν ικετευτικό, η ντόνα Νοέμι χαμογελαστή, αλλά πιο τρομερή απ’ ότι όταν ήταν αυστηρή.

Ο υπηρέτης ήταν συνηθισμένος να υπακούει στις κυράδες του και δε ζήτησε άλλες εξηγήσει. Τράβηξε ένα κρεμμύδι από την αρμαθιά, ένα κομμάτι ψωμί από το δισάκι και ενώ το παιδί έτρωγε γελώντας και κλαίγοντας από τη μυρωδιά του καυτερού κολατσιού, ξανάρχισαν την κουβέντα. Τα σημαντικότερα πρόσωπα του χωριού μπερδεύονταν στην κουβέντα τους.

Εις τον τόπον που ήμουν έβλεπα με ελευθερίαν όλες τες κυράδες και τα κορίτσια, ωμιλούσα με αυτές, και συχνά ευρισκόμουν εις τες συναναστροφές τους, και έκανα ότι ημπορούσα διά να με βλέπουν με καλό μάτι· όλες έλαβαν καλήν υπόληψιν εις εμένα, και με ετιμούσαν και με ευλαβούνταν μα διά να με αγαπήση καμμιά δεν ευρίσκονταν.

Εκείνη την ώρα, ενώ το φεγγάρι ξεπρόβαλε σαν μεγάλο τριαντάφυλλο ανάμεσα στους θάμνους του λόφου και οι φλόμοι σκόρπιζαν τη μυρωδιά τους στις όχθες του ποταμού, προσεύχονταν και οι κυράδες του Έφις: η ντόνα Έστερ, η μεγαλύτερη, ας είναι ευλογημένη, θα τον μνημόνευε σίγουρα κι αυτόν τον αμαρτωλό. Αρκούσε αυτό για να νοιώθει ικανοποιημένος και αποζημιωμένος για τους κόπους του.