Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Ο βασιλεύς ερωτά τον βεζύρην αν ηξεύρει αυτήν την λίμνην και ο βεζύρης του είπεν, ότι δεν άκουσε ποτέ να υπάρχη λίμνη εκεί, μάλιστα εις διάστημα πενήντα και εξήντα χρόνων κατά συνέχειαν πηγαίνω εις το κυνήγι προς εκείνο το μέρος, αλλά λίμνην ποτέ δεν είδα. Έπειτα λέγει εις τον ψαράν· ως πόσον διάστημα είναι από τούτο το παλάτι έως την λίμνην; Και ο ψαράς του είπεν· έως τρεις ώρες δρόμος.

"Δος τηνα, μάννα, δος τηνα την Αρετή στα ξένα, Στα ξένα 'κει που περβατώ, στα ξένα που πηγαίνω, Νάχω και γω παρηγοριά, νάχω και γω κονάκι.„ "Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απηλογήθης.

Πώς δεν με κατεπάτησαν, πώς δεν μ' εφόνευσαν, δεν δύναμαι και τώρα εισέτι να εννοήσω. Το ρεύμα με παρέσυρε. Έτρεχα κ' εγώ μετ' αυτών. Ήρπαζα εδώ κ' εκεί λακτίσματα και γρονθοκοπήματα, αλλ' έτρεχα, έτρεχα κατάτρομος, μη γνωρίζων ούτε που πηγαίνω, ούτε τι θ' απογίνω, αλλ' ουδέ σκεπτόμενος περί τούτου. Ήτο ως όνειρον, αλλ' όνειρον φρικτόν.

Όταν γύρισα σπίτι μού έβγαλε γλώσσα και η Γκριζέντα, επειδή δεν θέλει να πηγαίνω στις κυράδες σου. Δεν ξέρω που να τα πω, Έφις. Δεν είμαστε εμείς που φωνάξαμε το παλικάρι από το δρόμο∙ ήρθε από μόνος του. Η Καλίνα μου λέει: διώξτε τον. Εκείνη όμως τον διώχνει όταν πάει σπίτι της;» Ο Έφις χαμογέλασε. «Εκεί βέβαια δεν πάει για ερωτοδουλειές!....»

Αυτή εσηκώθη, και εγώ συνήλθα και εταράχθηκα· έμεινα καθήμενος, και εκρατούσα το χέρι της. — Ας πάμε, είπε· είναι καιρός. — Ήθελε να αποσύρη το χέρι της, και εγώ το εκρατούσα δυνατώτερα. Θα ιδωθώμεν πάλιν, ανεφώνησα, θα ανταμωθώμεν πάλιν, και σε οποιαδήποτε μορφή θα αναγνωρισθώμεν. Πηγαίνω, εξηκολούθησα, πηγαίνω εκουσίως και όμως, όταν έπρεπε να είπω «διά παντός», δεν θα αντείχα. Χαίρε, Καρολίνα!

ΙΩΝ Πηγαίνω• μ' απ' την τύχη μου ακόμα λείπει κάτι: εκείνην που μ' εγέννησεν, αν δεν ευρώ, πατέρα, θαν' η ζωή μου άχαρη• κι' αν πρέπει μια ευχή να κάνω, θάνε η μάννα μου να είνε απ' την Αθήνα, νάχω τουλάχιστο απ' αυτή το θάρρος του πολίτη• γιατί όποιος κι'αν βρεθή ποτέ σε ξένη πόλι ξένος, όσο κι'αν γίνη νόμιμος πολίτης, πάντα μένει δούλος στη γλώσσα και ποτέ δεν πρέπει να μιλή. ΣΚΗΝΗ ς'.

Δεν θα συναντηθώμεν; — Και ύψωσε τους θλιβερούς αυτής οφθαλμούς εταστικώς προς τους ιδικούς μου, και είδον δύο δάκρυα κυλίσαντα επί των παρειών της. — Ναι, Μάσιγγα, τη είπον τότε, ελπίζω. — Και θα έλθης εις την Καλκούτταν. Δεν θα έλθης; — Μαζί σου, απεκρίθην εγώ, μάλιστα. Αλλά ποτέ χωρίς σου! — Και βέβαια μαζί μου! Ανέκραξεν εκείνη τότε φαιδρυνθείσα εκ νέου. Ακούεις, πηγαίνω εις την Καλκούτταν.

Ω! πρόσεχε, και δυστυχείς οι τέτοιοι αποθνήσκουν. Πήγαινε τώρα, πήγαινε, κ' η νύμφη περιμένει ‘ς τον θάλαμόν της ν' αναβής να την παρηγορήσης. Αλλά ξεκίνησ' απ' εδώ προτού να ξημερώση, ειδέ θα ήν' αδύνατον ‘ς την Μάντουαν να φύγης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Βοήθειά μου ο Θεός! Ως που να ξημερώση να μείνω ήθελα εδώ, ν' ακούω τέτοια λόγια. Τι θα ειπή η προκοπή! — Αυθέντα μου, πηγαίνω να της ειπώ πως έρχεσαι.

Τι να κάμη ως τόσο, τόρριξε στο κρασί, κ' έτσι σα να μούδιασε η ματωμένη καρδιά του. Ο Δημήτρης ως τόσο σηκώθηκε νάβγη όξω. — Για πού; ρωτούν οι άντρες. — Να δούμε και τι χαμπάρια οι Τούρκοι. — Μα δεν είπαμε να μη δείξουμε πόλεμο; — Κι α δείξουν αυτοί; Κάποιος μας πρέπει να πάη και να δη το τι σκοπούς έχουν. Πηγαίνω εγώ.

Ή ξέχασες πως έχω το λάζο μαζί μου. Τα εχρειάσθηκεν ο καπετάν Στραπάτσος· μου έρριξε τη γούμενα. Πιάνω από μακριά και θηλυκόνω καλά τον κορμό. Έπειτα πηγαίνω στο άλλο πλευρό και αρχίζω πάλι με τον λοστό τις ρίζες. Εκείνο δος του κ' εγλαυκόπαιζε τα μάτια του σαν να ήθελε να με μαγνητίση.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν