United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον είχε κάπου μια βδομάδα εκεί κι ακόμα δεν αποφάσιζε. Γύριζε γύρωτριγύρω στον κορμό, τον κύτταζε και τον ξανακύτταξε, μια πήγαινε κοντά και τον ψηλαφούσε, μια στεκότανε μακρυά· πότε τον εύρισκε καλόν και χαμογέλαε, πότε άσχημον και σούφρωνε τα φρύδια του έτοιμος να κλάψη. — Γιατί μου τα κάνουν αυτά!.. γιατί μου τα κάνουν!.. φώναξε άξαφνα πιάνοντας το κεφάλι με τα χέρια του.

Ερχόταν κορδωμένος και γελαστός σαν τραπεζίτης που ασφάλισε για καλά τα χρήματά του. Η μόνη θλίψη που του θάμπωνε τη ζωή, ήταν που δεν εύρισκε το κατάλληλο βάθρο της Δόξας του. Είχε αληθινά τον κορμό της καρυάς, μα τώρα κάμποσες μέρες τον εύρισκε αταίριαστον κι αυτόν. Τι τα θες, αδερφέ! δεν πήγαινε καρυά να βαστάη έν' άγαλμα! Σκέφτονταν να ξεφλουδίση τον κορμό και να τον περάση με βάμμα.

Από τη φλούδα του έβγαλε μια σκουριασμένη καρφίτσα κ' έτρεξε και μ' αγκάλιασε και με φίλησε και δάκρυζε από ευτυχία. Προσεχτικά την έμπηξε πάλι στον κορμό του δέντρου. Γιατί δεν της βαστούσε η καρδιά να την πάρη μαζί της. Ίσως να είχε κάποιον προληπτικό φόβο να την αγγίση.

Στο νεκροταφείο είναι μια μικρή πέτρα με την επιγραφή «Ο μικρός μας Σβεν». Είναι στημένη στο μικρό ύψωμα κάτω από μια φλαμουριά, που τα φύλλα της είναι τώρα μαδημένα. Πλάι στον κορμό της φλαμουριάς είναι ένα κάθισμα και στο κάθισμα κάθεται μια ολομόναχη, μαυροντυμένη γυναίκα με μακρύν πέπλο, όπως μιας χήρας.

ΚΡΕΟΥΣΑ Σου είχα βάλη στέφανο από ελιάς κλωνάρι, της πρώτης που εφύτρωσε στης Αθηνάς το βράχο, που αν υπάρχη μέσα εκεί, θα πρασινίζη ακόμα, γιατ' είν' από αθάνατης εληάς κορμό κομμένος. Αγαπημένη μάννα μου, με τι χαρά σε βλέπω! το αγαπητό σου πρόσωπο με τι χαρά φιλώ!

Αθάνατοι μα κι άγνωστοι σε σας. — Αλήθεια· εγώ διάβασα το Δημοσθένη. — Το λογά το Δημοσθένη! είπε η κόρη με αποστροφή. Και όμως τούτοι είνε σιμώτερα στην ψυχή μας· τόσο στην ψυχή μας όσο και στη δόξα και στην τύχη της γενιάς μας. — Μα δεν τους άκουσα ποτέ. — Δεν τους άκουσες γιατ' έτσι θέλησε ο Αριστόδημος. Παίρνει τη ρίζα του δέντρου και τα φύλλα. Τον κορμό τον απαρνιέται.

Ή ξέχασες πως έχω το λάζο μαζί μου. Τα εχρειάσθηκεν ο καπετάν Στραπάτσος· μου έρριξε τη γούμενα. Πιάνω από μακριά και θηλυκόνω καλά τον κορμό. Έπειτα πηγαίνω στο άλλο πλευρό και αρχίζω πάλι με τον λοστό τις ρίζες. Εκείνο δος του κ' εγλαυκόπαιζε τα μάτια του σαν να ήθελε να με μαγνητίση.

Και να ο Έφις, νικημένος από τον ύπνο, νομίζει ότι ονειρεύεται μη μπορώντας ν’ ανοίξει τα βλέφαρα: βλέπει τον γέρο τυφλό να ανακάθεται, να στήνει αυτί, ν’ ακουμπά το χέρι στον κορμό της βελανιδιάς, να σηκώνεται και μετά από μια στιγμή δισταγμού να τον πλησιάζει και με το γαμψό του χέρι να τραβάει το δισάκι σαν να το ψαρεύει μες στο σκοτάδι.

Ως εδώ ήτον γραμμένο να βλαστήση και να κλαρωθή το περήφανο δέντρο της αρχοντιάς του δόλιου Αζώηρου. Σαν σάρακας είχε φωλιάσει μέσ' 'ς τον κορμό του της γυναίκας του η αρρώστεια, και το κουφάλιαζε λίγο λίγο.

Στη στροφή, όχι μακρυά από το ψηλό κιγκλίδωμα, είδε να υψώνεται στην ξαστεριά τ' ουρανού τον εύρωστο κορμό του μεγάλου πεύκου. «Ωραίε κύριε, περίμενέ με στο πρώτο δάσος που θ' απαντήσης. Θα γυρίσω σε λίγο. — Πού πάς; Τρελλέ, ζητάς κι' όλα το θάνατό σουΑλλά ο Τριστάνος, μ' ένα σίγουρο, πήδημα, είχε περάσει κι' όλα το κιγκλίδωμα. Πήγε κάτω από το μεγάλο πεύκο, κοντά στο μαρμαρένιο πλατύσκαλο.