United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξεπέζευαν σιωπηλοί λες και είχαν μυστική συνάντηση σ’ εκείνο το μακρινό σημείο του κόσμου. Ο Έφις καθόταν με τον τυφλό στην είσοδο της εκκλησίας και του φαινόταν να ονειρεύεται. Εδώ επίσης δεν υπήρχαν άλλοι ζητιάνοι κι εκείνος ένοιωθε έναν αόριστο φόβο όταν οι ισχυροί και υπεροπτικοί άντρες, που από το στόμα και τα ρουθούνια τους έβγαινε μια άχνα ζωής, περνούσαν μπροστά του.

Η κάμαρά του ήταν στο ισόγειο κ' είχε πάντα κατεβασμένα τα στόρια, από φόβο μην τον ιδούνε. Δεκατρία χρόνια πριν, όταν έκανε την κομψή του συλλογή φαϊάντζας και Μάρκου Αντωνίου, είχε πλαστογραφήσει τα ονόματα των κηδεμόνων του σ' ένα πληρεξούσιο, με το οποίο κατώρθωσε να πάρη αρκετό μέρος από τα χρήματα, που είχε κληρονομίσει από τη μητέρα του, και να κάνη το γάμο του.

Έπειτα όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι, όλους τους εστεφάνωσε με στέφανα από μύρτα χωρίς να κλάψη, ή στεναγμό τα χείλη της ν' αφήσουν ή να χαλάση μια στιγμή το χρώμα του προσώπου από το φόβο του κακού, που τηνε περιμένει.

Είχε και μάτι δυνατό που ημπορούσε τριών ημερών πούλια να διακρίνη. Ώστε δεν είχαμε φόβο και αρχίσαμε πάλι τον τρελόν αγώνα. Μα το πουλί το πλάνο δεν είχε σκοπό να πάψη το παιγνίδι του.

Ήταν μια Πέμπτη βράδυ και η τοκογλύφος δεν έγνεθε από το φόβο της Τζομπιάνα, της γυναίκας της Πέμπτης, που εμφανίζεται σε όσες γνέθουν το βράδυ και μπορεί να τις βλάψει.

Αυτά 'πε, και άδραξε σκαμνί• και τότε από τον φόβο προς του Αμφινόμου εκάθισε τα γόνατ' ο Οδυσσέας• 395 εκτύπησεν ο Ευρύμαχος του κεραστή το χέρι το δεξιό• και, ως έπεσεν, εβόμβησε ο προχύτης, και αυτός βογγώντας έπεσεν ανάσκελατο χώμα. καιτα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, και απ' αυτούς κάποιος έλεγε κυττώντας τον πλησίον• 400 «Να' χε χαθήτην ερημιά πριν εδώ φθάση ο ξένος• ιδού, πώς μας ετάραξε• τώρα για ψωμοζήταις φιλονεικίαις έχουμε, και της καλής τραπέζης χάθ' η γλυκάδατο εξής, αφού νικούν τ' αχρεία».

Μα δίχως φόβο απάντησε ο Έχτορας και τούπε 430 «Γιε του Πηλέα, εγώ παιδί δεν είμαι, και με λόγια δε με τρομάζεις, τι κι' εγώ το ίδιο αν θες κατέχω να σου μιλήσω προσβολές και να σου πω βλαστήμιες.

Και σκάλιζε το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια. Η Ουρανίτσα κεντούσε απάνω στο πεζούλι της αλτάνας. — Πες μου, Καπετάν Λαλεμήτρο, σα δεν αναποδογυρίζουν τα καράβια, έχουνε άλλο φόβο στη θάλασσα; Ο Λαλεμήτρος έπαιρνε φωτιά. — Έχουνε, λέει; Αμ' δε βάζεις τους τράκους; Πού τους αφίνεις τους τράκους; Ο Θεός να φυλάη!

Σ' αυτό το κομμάτι γραμμένομας το λέει ο συγγραφεύς — «με φόβο κ' ευλάβεια» υπάρχει κάτι τι το φοβερό και πολύ που είναι όλως διόλου φρικαλέο, αλλά με δύναμη λίγο ωμή ή όπως δήποτε με κάποιαν ωμή βιαιότητα λέξεων, ιδιότητα που η σημερινή εποχή πολύ θα την εκτιμούσε, γιατί είναι το κύριό της ελάττωμα.

Τώρα η γη λαχανιάζει δυνατά και γρήγορα! Ο σκοτισμένος Σταυρός τρέμει! Οι ανέμοι εσώπασαν — ο αγέρας ησυχάζειμια καταχθόνια βουή βογγάει κάτω από τα πόδια τους και μερικοί από τον άθλιον εκείνον όχλο αρχίζουν να κατεβαίνουν από το λόφο. Τα άλογα μυρίζονται τον επερχόμενο τρόμο κι αδάμαστα από το φόβο τους καταντούν.