United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δυο άντρες ξεφύγανε το βλέμμα της, μα η Έλσα ορθώθηκε κ' είπε: — Δεν πρέπει να πεθάνη, θα σας δείξω πως θα ζήση. Έφυγε και στεκόμαστε κει σιωπηλοί και την είδαμε που μπήκε στην κάμαρα του αρρώστου. Νοιώσαμε όλοι πόσο βαθιά αιστάνθηκε το πως δεν είτανε πια ελπίδα και γι' αυτό έδωσε την υπόσκεση πως θα τον σώση από το θάνατοστο πείσμα όλων.

Κατέληξαν, ωστόσο, στο καπηλειό που ήταν σχεδόν έρημο. Δυο άντρες μόνο έπαιζαν σιωπηλοί και ένας τρίτος κοίταζε τη μια τα χαρτιά του ενός, την άλλη του άλλου, όμως με ένα νεύμα τού ντον Πρέντου πλησίασε τους νεοφερμένους και κάθισαν και οι τέσσερεις γύρω από ένα άλλο τραπέζι.

Οι λόγοι του Παντελή μου έδωκαν θάρρος, αλλά μου έφερον και ύπνον συγχρόνως. Ήμην απηυδημένος εκ του ταξειδίου. Έπεσα λοιπόν κατά γης επί τριχίνου σάκκου και εντός ολίγου απεκοιμήθην. Την πρωίαν ανέτελλε μόλις ο ήλιος, ότε οι δημογέροντες έκρουσαν εκ νέου την θύραν και εισήλθον εις την καλύβην, σιωπηλοί και κατηφείς ως χθες.

Ο Βινίκιος και ο Ούρσος, παρά το πλευρόν του φορείου, εβάδιζον σιωπηλοί, διότι μετά τας συγκινήσεις της ημέρας, δεν είχον την δύναμιν να ομιλήσωσιν. Ο Βινίκιος ήτο ακόμη ημιενεός.

Ο δε μονόλογος της Ιουλιέτας, ότε αναμένει τον νυμφίον, ανακαλεί τον εν χρήσει κατ’ εκείνην την εποχήν επιθαλάμιον ύμνον. Το θαυμάσιον τούτο χωρίον πρέπει ν' αναγινώσκηται, μάλλον δε ν' απαγγέλληται επί της σκηνής, μετ’ ευαισθησίας ενδομύχου, και αι προφερόμεναι λέξεις να εξέρχωνται των χειλέων ως αν ήσαν στοχασμοί σιωπηλοί.

Ήμεθα σιωπηλοί, και εκείνη σε λίγο άρχισε να λέγη: Ποτέ δεν πηγαίνω να περπατήσω κάτω από το φως της σελήνης· ποτέ, χωρίς να μη σε συνοδεύση η ανάμνησις των αποθαμμένων μου, χωρίς να μη μου έλθη το αίσθημα του θανάτου, του μέλλοντος. Θα υπάρχωμεν εξηκολούθησε με την φωνήν γεμάτην αίσθημα· αι! Βέρθερε, θ' ανταμωθώμεν πάλιν; θ' αναγνωρισθώμεν: Τι αισθάνεσθε; τι λέγετε;

Εκείνοι έμειναν προς στιγμήν σιωπηλοί, ως να μη ηδύναντο να πιστεύσωσι τα ώτα των, έπειτα αι χείρες όλων υψώθησαν συνάμα και όλα τα στόματα ανέκραξαν: — Ζήθι! ζήθι, αυθέντα! Ζήθι! Ο Βινίκιος τους απέπεμψε διά νεύματος. Εκείνοι δε εξήλθον εν σπουδή ψάλλοντες φαιδρά άσματα.

Ο Έφις έτρεξε ξωπίσω του και του άρπαξε το χέρι. «ΠερίμενεΈμειναν μια στιγμή σιωπηλοί, σαν ν’ άκουγαν μια μακρινή φωνή. «Τζατσίντο! Ένα πράγμα μόνο πρέπει να μου πεις. Τζατσίντο! Σου μιλάω σαν ετοιμοθάνατος. Τζατσί! Πες το μου, στην ψυχή της μάνας σου! Πώς το έμαθες;» «Τι σε μέλει;» «Πες το μου, πες το μου, Τζατσί! Στην ψυχή της μάνας σου

Έπεσον ως σπινθήρ πυρός εις ψυχάς νυσταλέας, και ήρχισαν να καίουν εκεί άχρις ου «το ερυθριών και αιδήμον πνεύμα» εξεγερθή εν αυτοίς. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι έστησαν σιωπηλοί και περιδεείς· έχασαν την λαβήν των επί της γυναικός· τα υβριστικά βλέμματά των, τα πλήρη δόλου και πονηρίας, εταπεινώθησαν εις το έδαφος.

Την επιούσαν ευχαρίστως εμάθομεν ότι ο Γεροστάθης, ων ολίγον καλλίτερα, επεθύμει να μας ίδη· σιωπηλοί λοιπόν εισήλθομεν εις τον κοιτώνα του ασθενούς. — Καλώς ήλθετε, μικροί μου φίλοι, με φωνήν βραγχνήν και αδύνατον μας είπεν ο γέρων, πολύ επεθύμουν να σας αποχαιρετίσω πριν διά παντός σας αποχωρισθώ· ευχαριστώ τον Πανάγαθον, όστις εισήκουσε και την τελευταίαν ταύτην ευχήν μου.