United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ήλιος μόλις είχεν ανατείλει, διαλύων τους ανερχομένους από την θάλασσαν προς την πρασινίζουσαν ακτήν λευκούς ατμούς, τα ύδατα ήσαν ρηχά από τον ασθενή άνεμον, όστις εφύσα. Εφαίνετο την πρωίαν εκείνην, ότι και αυτός ο Βορράς ευρέθη εις διάθεσιν φιλοπαίγμονα, θωπεύων μαλακά την θάλασσαν.

Ωμίλει μεν μετ' αυτής, αλλά δεν την έβλεπε. Την πρωίαν, ότε αφυπνίσθη, δεν ανεπόλει τους χαρακτήρας του προσώπου της. Και αυταί δε αι λέξεις ας αντήλλαξε μετ' αυτής ήχουν μόνον ως βόμβος συγκεχυμένος εντός της κεφαλής της. Όλην την επομένην ημέραν η αδελφή Βεάτη κατείχετο υπό νευρικής ανυπομονησίας. Περιέμενεν ανυπομόνως την νύκτα, όπως δυνηθή να εκτελέση το σχέδιόν της.

Έως ου μίαν χιονώδη πρωίαν οι Αθηναίοι ανεγίνωσκον εις την θορυβοποιόν τότε Εφημερίδα μίαν θλιβεράν όντως είδησιν, εις τα ψιλά εκείνα συνθέματα της οπού εγράφοντο με ιδιαιτέραν πάντοτε χάριν και ευφυίαν, ότι επάνω εις τον λόφον του Μνημείου του Φιλοπάππου, μέσα εις μίαν σπηλαιώδη σχιμάδα, ευρέθη το πτώμα πτωχικού γηραλέου ανθρώπου με σαρακωμένον τον μύστακα, σκεπασμένον με ένα στρατιωτικόν μανδύαν, το οποίον εκράτει σφιγκτά εις τας αγκάλας του δύο χρυσοδεμένα βιβλία, τον χάρτην του Φεραίου και την συλλογήν των Χρησμών και Προρρήσεων περί του αγίου Βασιλέως.

Προ μικρού δε είχα δεχθή εις συμπόσιον τρεις βασιλείς, και κατά την στιγμήν εκείνην δεν ήμην όπως και την πρωίαν, αλλά την επιούσαν του ωμολόγησα εις ποίαν κατάστασιν ευρισκόμην, όπερ ήτο το αυτό ως εάν του εζήτουν συγγνώμην. Αλλά μη αναμιγνύωμεν αυτόν εις την έριδα ημών. Απαλείψωμεν αυτόν εκ της διαφοράς, αν πρόκειται να συζητήσωμεν περί ταύτης.

Αλλά ούτοι τον είχον συνειθίσει πλέον. Από της ημέρας ιδίως του γάμου των, τον έβλεπον συχνά κατά τας εορτάς να έρχηται από πρωίας εις την καλύβαν και να φεύγη τη άλλην πρωίαν.

Τέλος, μίαν πρωίαν, ήλθε γράμμα, με μέγαν χρωματιστόν φάκελλον, με πολλάς σφραγίδας και γραμματόσημα όχι ολίγα. — Καλώς ταδέχτης, καλώς ταδέχτης, γειτόνισσα. — Καλώς ταδέχτης, εξαδέλφη. — Ευχαριστώ, καλό νάχετε. Η Ασημήνα είχε μεγάλες χαρές, ομοίως και η Αφέντρα, η κόρη της.

Εξύπνησα δε διαφορετικός την πρωίαν εκείνην. Είχα κάποιον θάρρος ανακτήσει εις την ψυχήν μου, κάποιαν ανεξήγητον, κρυφήν χαράν. Έκαμα αμέσως τον σταυρόν μου και ησπάσθην ευλαβώς την χρυσήν μου καδένα χωρίς να την βλέπω. Μου εφάνη δε ότι την πρωίαν εκείνηνπρώτην φοράνευωδίαζε, σαν θυμίαμα, σαν άγιον λείψανον. Ενθυμήθην τότε τον Εβραίον πάλιν και έλεγα: Καλά μου έλεγε.

Και ο άνθρωπος προσέθηκε κλαίων: — Οίμοι! την πρωίαν όμως, ότε αφυπνίσθην, εις μάτην το πτηνόν μου ανεζήτησα· τα πτερά το είχον βοηθήση εις το να πετάξη ταχύτερον, — και επέταξε μάλιστα και άνευ καπελλίνου!. . . Λέγω τότε προς το Φάσμα: — Λοιπόν, δείξε μου γυναίκα σοφήν, και άνδρα μωρόν. Κινεί και πάλιν την ατμώδη του χείρα, και ιδού ανήρ ηλίθιος, εγγύς γυναικός σοφωτάτης

Πόσοι άραγε την αυτήν πρωίαν δεν ανήλθον υπερήφανοι, ως εγώ, εις το κατάστρωμα του φρουρίου εκείνου, με την καρδίαν πλήρη της αυτής πεποιθήσεως και πόσοι εντός ολίγου δεν ηναγκάσθησαν να κενώσωσιν όλον εκείνον τον στόμφον των εις τα επί τούτω προορισμένα δοχεία!

Αι φωναί των ανδρών, γυναικών και παιδίων, έψαλλον τον εωθινόν ύμνον, οι ειδήμονες ισχυρίζοντο ότι τα θηρία θα εκουράζοντο, θα εχόρταινον και δεν θα ηδύναντο να κατακερματίσωσιν όλον εκείνο το πλήθος. Την πρωίαν, αποσπάσματα θηριομάχων οδηγουμένων υπό των κυρίων των και οι γυμνασταί ήρχισαν να συρρέουν εις το αμφιθέατρον.