United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφίνομεν την Ραιδεστόν, χαιρετίζομεν την Καλόλημνον ως πάπιαν εν μέσω της Προποντίδος παίζουσαν και ούτως εν χαρά πλέον με τα πανιά γιαλό-γιαλό από τον Άγιον Στέφανον ς' τους δύο Τσεκμετζέδες παραπλέοντες αράξαμεν μίαν αυγήν από κάτω από τα Ψωμαθειά της Πόλεως. Βόμβος αόριστος, ως ανέμου μακρυνού βόμβος, έφθανε προς ημάς, η βοή της μυριοποθήτου Βασιλευούσης.

Ωμίλει μεν μετ' αυτής, αλλά δεν την έβλεπε. Την πρωίαν, ότε αφυπνίσθη, δεν ανεπόλει τους χαρακτήρας του προσώπου της. Και αυταί δε αι λέξεις ας αντήλλαξε μετ' αυτής ήχουν μόνον ως βόμβος συγκεχυμένος εντός της κεφαλής της. Όλην την επομένην ημέραν η αδελφή Βεάτη κατείχετο υπό νευρικής ανυπομονησίας. Περιέμενεν ανυπομόνως την νύκτα, όπως δυνηθή να εκτελέση το σχέδιόν της.

Διά ποία δε ζητήματα συνωμίλουν, εγώ τουλάχιστον που ήμην απ' έξω δεν ημπόρουν να καταλάβω, αν και επεθύμουν με πάθος ν' ακούσω τον Πρόδικον· διότι μου φαίνεται ότι είναι άνθρωπος πάνσοφος και θείος· αλλ' επειδή η φωνή του είναι βαρεία, εγίνετο ένας βόμβος μέσα εις το δωμάτιον και έκαμνεν ώστε να μη διακρίνωνται τα λεγόμενα.

Έπειτα μετ' ολίγον ένας βόμβος εις ταυτιά. Έπειτα μετ' ολίγην παύσιν ηκολούθησε ένας νυγμός, ένας τιναγμός εις τα άκρα. Έπειτα, μία περίοδος, που μου εφάνη ως μία αιωνιότης μακαριότητος, κατά την οποίαν τα αισθήματα ζωογονούνται και μεταμορφώνονται εις σκέψιν. Έπειτα και πάλιν νέα επάνοδος εις την ανυπαρξίαν, και κατόπιν επάνοδος στιγμιαία εις την ζωήν.

Ο Τζατσίντο ήπιε και ο Έφις έχυσε έπειτα τις τελευταίες σταγόνες καταγής. Οι μέλισσες πλησίασαν και τριγύρω σχηματίστηκε ένας γλυκός βόμβος. Μόλις όμως φτάσανε στο Ριμέντιο το αγόρι φάνηκε να είναι ευχαριστημένο. Είχε αγκαλιάσει τις θείες του και τις άλλες γυναίκες, είχε φάει καλά και είχε χορέψει σαν βοσκός στο πανηγύρι. Τώρα κοιμόταν και ροχάλιζε.

Τα ώτα μου επλήρου αλλόγλωσσος και αλλόθρους βόμβος ως από μελισσώνος «μελισσάων αδινάων», βόμβος του κάτω κόσμου, οπού οι κευθμώνες των νεκρών και των κολασμένων, τα πένθιμα «λαγούμια», κατά την ζωηράν εικόνα ενός φίλου μου.

Δεν προφθάνεις να ιδής, δεν προφθάνεις να φάγης, δεν προφθάνεις να κοιμηθής, δεν προφθάνεις να εξυπνήσης. Δαιμόνιος βόμβος, βόμβος συνταρασσομένου σιδηρού κόσμου, μαύρου κόσμου, εν πυρίνη κοιλία.

Προχωρεί τότε έμφοβος και σφαλλόμενος, ατενίζων προς νότον την έρημον ακτήν, μετά τρόμου φυγάδος, φοβουμένου μη αντικρύση τον διώκτην. Ουδεμία λέμβος εφαίνετο. — Καπετάν-Παρμάκη! Κραυγάζει τώρα τρέμων, κινδυνεύων. — Καπετάν-Παρμάκη! απήντησεν πάλιν η ηχώ, θρηνώδης, ως βόμβος οικίας, κραδαινομένης από σεισμού.

Αλλ' εκ του βάθους της αιθούσης έφθανεν είς βόμβος εκπλήξεως και θαυμασμού. Την στιγμήν εκείνην, μία νεάνις είχεν εισέλθη. Κάτω από τον ιόχρουν πέπλον ο οποίος έκρυπτε το στήθος και την κεφαλήν της, διεκρίνοντο τα τόξα των οφθαλμών της, τα ψέλλια των ώτων της, και η λευκότης του δέρματός της.

Ενόουν ότι ο Καίσαρ έπαυσε να αστεΐζεται και ότι η στιγμή ήτο πλήρης γεγονότων. Το πρόσωπον του Τιγγελίνου συνεσπάσθη ως το ρύγχος κυνός, ο οποίος είνε έτοιμος να δαγκάση. — Έκαυσα την Ρώμην . . . τη προσταγή σου, απήντησε. Και έμειναν προσβλέποντες αλλήλους ασκαρδαμυκτί. Ηκούετο ο βόμβος των μυιών εκ του ατρίου. — Τιγγελίνε, ηρώτησεν ο Νέρων, με αγαπάς; — Το ηξεύρεις, αυθέντα.