United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΦΙΛ. Ευχαρίστως, αφού από τώρα είμαι μετέωρος και κρέμομαι από τα χείλη σου και ανυπομόνως περιμένω το τέλος της διηγήσεως. Μάλιστα σε παρακαλώ να μη με αφήσης κρεμάμενον από τ' αυτιά εις το μέσον της διηγήσεως. ΜΕΝ. Άκουσε λοιπόν, διότι δεν είνε ευγενές ν' αφήση κανείς ένα φίλον του με το στόμα ανοικτόν και μάλιστα, όπως συ λέγεις, κρεμάμενον από τ' αυτιά.

Ουκούν Βασιλεύς ει Συείπεν ο Πιλάτος προς Αυτόν εν απορία· Ναι, αλλ' όχι Βασιλεύς εις την χώραν ταύτην του ψεύδους και της σκιάς, αλλ' Είς όστις εγεννήθη ίνα μαρτυρήση υπέρ της αληθείας, και Είς τον οποίον όλοι οι όντες εκ της αληθείας οφείλουσι ν' ακούσωσι. «Τι εστιν αληθείαηρώτησεν ανυπομόνως ο Πιλάτος.

Την γνωρίζει λοιπόν ο Τρανταχτής; εξηκολούθησεν η ΒεάτηΒέβαια την γνωρίζει.... — Και ποίαν σχέσιν έχει μαζή της; επανέλαβεν η Βεάτη. — Βέβαια πρέπει να έχη κάποιαν σχέσιν, είπε σοβαρώς ο Σκούντας. Αλλά δεν μοι λέγετε, ευρίσκεται αυτή εδώ; — Και διά ποίον σκοπόν ο Τρανταχτής θέλει να μάθη δι' αυτήν; — Έχει σκοπόν βέβαια, είπεν ανυπομόνως ο Σκούντας. Αλλ' είνε εδώ αυτή ακόμη;

Αλλά το παιδί τους είπε πως είνε τώρα από κάτω η χώρα. Του έδωσαν και ένα τάλλαρο. — Νά το, είπεν ο παις, επιδείξας το δολλάριον. — Και 'πήγε ς' τη χώρα; ηρώτα ανυπομόνως η θεια Μυγδαλίτσα. Είνε ο γυιος μου! Είνε του γυιου μου το καράβι! Διώρθωσε τον φανόν της και τον ήναψεν. Ησπάσθη τας Εικόνας, απεχαιρέτισε τους ποιμένας και ανεχώρησε.

Αλλ' ενώ λογικώς πρέπει να πιστεύσωμεν ότι ο Αμλέτος προσβλέπει ανυπομόνως εις το εξαγόμενον του στρατηγήματός του, έξαφνα βλέπομεν ότι το πνεύμα του εγκαταλείπει πάλιν την πραγματικότητα, ότι κυριεύεται από καθολικάς σκέψεις, αι οποίαι όχι μόνον δεν έχουν σχέσιν προς το προκείμενον πρακτικόν πείραμα, αλλ' είναι τοιαύτης φύσεως ώστε απομακρύνουν τον άνθρωπον από οιανδήποτε ενέργειαν.

Ας αφήσωμεν τους αστεϊσμούς, επανέλαβεν ο Σκούντας. — Δεν είνε αστεϊσμοί, είπεν ο Τρανταχτής. — Ομιλείς σπουδαία; — Βέβαια. — Λέγε λοιπόν καθαρά τότε. — Καθαρά όπως αυτό το ποτήρι. — Έμαθες αληθώς ότι θα έλθη; — Ναι. — Από πού λοιπόν το έμαθες; — Σοι είπα, από τον Πάπαν. Ο Σκούντας εμόρφασεν ανυπομόνως.

Εγώ ονειρεύομαι; — Σύρε να πλαγιάσης, Μάχτο, επανέλαβεν αμειλίκτως ο Γύφτος. Αλλ' η τελευταία αύτη παρακέλευσις επήνεγκε το εναντίον του σκοπουμένου αποτελέσματος. Αφύπνισε τον Μάχτον ολοσχερώς. Διότι μέχρι τούδε ο Πρωτόγυφτος δεν ηπατάτο λέγων ότι ο Μάχτος ωνειρεύετο. — Θα μου πης, πατέρα, τι είνε; έκραξεν ανυπομόνως ο νέος. — Όταν ξυπνήσης, Μάχτο, είπε σαρκαστικώς ο Πρωτόγυφτος.

Κάμνω απ' όλα, είπεν ανυπομόνως ο Γύφτος. — Τότε θα μου κάμης. — Θα σου κάμω. — Και εις πόσον καιρόν; — Τι πράγμα; — Πότε ειμπορείς να τελειώσης την παραγγελίαν μου; — Δεν μου την είπες. Ειπέ μου πρώτα. — Τι να σ' είπω; — Την παραγγελία σου. — Αλλά σου την είπα, μοι φαίνεται. — Πώς; — Απ' όλα αυτά μου χρειάζονται. — Ποία όλα; — Όλα όσα κάμνεις. — Θέλεις κάθε λογής πράγματα; — Ναι.

Και δράξασα μετά βίας το έν σώμα το μικρότερον, περί του οποίου ήτο σχεδόν βεβαία ότι ήτο νεκρόν ήδη, το μετέφερε πλησίον ενός δένδρου, διά να το κρεμάση ανάποδα, ως έλεγε. — Πού είν' ένα σκοινάκι; . . . Να, βλέπω ένα σπάγγον με καλάμι! Καλά, θα χρειαστή. Ένευεν ανυπομόνως εις την άρρωστην γυναίκα, να της φέρη πλησίον την καλαμιά, με την οποίαν έπαιζαν προ μικρού αι δύο κορασίδες.

Ιεράν Ιστορίαν να κάμετε επανάληψιν το ίδιο, και τρεις αράδες παρακάτω, προσέθηκεν ιδών ότι ελησμόνησε να αλλάξη το μάθημα εις την Ιεράν Ιστορίαν. Πηγαίνετε τώρα! Έν των παιδίων είχεν υψώσει τον δάκτυλον, εις σημείον ότι κάτι ήθελε να είπη. — Τι θέλεις εσύ; ηρώτησεν ανυπομόνως ο διδάσκαλος.