United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του εφαίνετο ότι έβλεπε τον Απόστολον με την αργυρότριχα γενειάδα του, όστις έλεγε: «Μη βάλης χείρα επ' αυτής, διότι μου ανήκει». Και ο απόστολος παρέσυρε την Λίγειαν επί των ακτίνων της σελήνης, ως επί οδού αγούσης εις τον ουρανόν, ενώ ο Βινίκιος έτεινε προς αυτούς τους βραχίονας, ικετεύων να τον λάβωσι μεθ' εαυτών. Εξύπνησε και εκύτταξεν έμπροσθέν του.

Και τότε κυττάζων γύρω τους ακροατάς του οπού με αγαλλίασιν τον έβλεπον, τους έλεγε: — Δεν είναι δυνατόν, παιδιά μου, να διαψευσθώσιν οι χρησμοί. Αυτό να το ξεύρετε! Αλλά τούτο δεν διήρκεσε πολύ. Το εθνικόν εκείνο καταφύγιόν του, η Ωραία Ελλάς , μετ' ολίγα έτη, ήλλαξε κ' εκείνο όψιν. Κατεδαφίσθη, καθώς και το θολωτόν του άλλοτε υπόγειον.

Την εσπέραν προσεκλήθη είς ιερεύς, και ήρχισε να της διαβάζη άνωθεν της κεφαλής της τα Τετραβάγγελα. Η χήρα η Επαρχίνα κατεθλίβη κ' επροσπάθει με κάθε τρόπον να εγκαρδιώση την νέαν, και να παρηγορήση την μητέρα, η οποία όμως έκαμνε μορφασμούς δυσμενείας προς την ανδρεξαδέλφην της. — Είδες την Επαρχίνα! έλεγε κατ' ιδίαν η Ασημήνα η πτωχή. Να μου τρελλάνη το κορίτσι, μιαν ώραν μιαν ωρίτσα!

Εφανέρωνε συνάμα τους άτιμους σκοπούς, πούχε για να με τραβά κογτά της η φθισική, και την έχθρα τη μεγάλη ενάντιο της, γιατί δεν την άφηνε να εξαχρειώση το παιδί της. Έπειτα από τους δικούς, άρχισε και σε ξένους να λέγη τα ίδια. Όσο δ' έλεγε, τόσο περισσότερο ερεθιζόταν.

Πού και πού ένας γάμος, τίποτε βαφτίσια, κάνα λείψανο· κι' αυτά στη χάσι και στη φέξι. Αν ήτανε στο χέρι των χριστιανώνέλεγε κάποτε ο παπάς βαρηγκομώνταςθάχανε το κουράγιο να παντρεύωνται και να πεθαίνουν χωρίς παπά! Πού να βγούνε λοιπόν τα έξοδα της ψυχοπαίδας; Ύστερα, και το κάτω-κάτω της γραφής, ταγόρια είχανε μεγαλώσει.

Αυτά 'πε• τότ' εγύρισετο πλήθος των μνηστήρων, όλ' αφού της φανέρωσεν, ο θείος χοιροτρόφος. 590 κ' εσίμωσε την κεφαλή, μη τον ακούσουν άλλοι, του Τηλεμάχου, κ' έλεγε• «Θα υπάγω να φυλάξω τους χοίρους και όλα τ' άλλα εκεί, το βιο σου και το βιο μου• ως προς τα εδώ συ φρόντιζε, και πρώτ', αγαπητέ μου, τον εαυτό σου φύλαξε, και πρόσεχε μη πάθης• 595 ότι πολλοί των Αχαιών ολέθριαν έχουν γνώμη. αχ! να τους χάση ο βροντητής πριν μας εξολοθρεύσουν».

Τα παιδιά δεν μπορούνε να φτιάσουνε με το νου τέτοια πράματα. Ωστόσο ο Σβεν δεν είταν ο ίδιος αυτό τΟ καλοκαίρι. Χωρίς καμιά αφορμή έλεγε άξαφνα πως είταν κουρασμένος και τότε ήθελε να μένη ξαπλωμένος στη χλόη με το κεφάλι ακκουμπημένο στην αγκαλιά της μαμάς. Ή ερχότανε στον μπαμπά και τον παρακαλούσε να τον πάρη στα χέρια.

Τον εστενοχώρει όμως η ευθυμία της η θορυβώδης, η σχεδόν αδιάκοπος. Ουχ ήττον την εδικαιολόγει και πάλιν, αποδίδων την ζωηρότητα της, την έκτροπον και απρεπή πολλάκις, εις την ηλικίαν της. — Είνε τόσον νέα! έλεγε. Το αληθές είνε ότι δεν έπταιε και τόσον.

Εσίμωσα και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν η γυναίκα μου, σωριασμένη κατά γης, ανάμεσα σε δυο γειτόνισσες, που την έτριβαν με ξύδι να την ξελιγοθυμήσουν, και στο πλάγι της ένα άλλο αναίσθητο καταματωμένο σωρό. Ο σωρός ήταν ο Γιάννης μου, εκείνος πού μ' έλεγε πως θα κάνη υπότροφο ο βουλευτής.

Βρίσκεις άκρη; Σαν τον μυρίστηκαν κ' εκείνα τον κυνηγάνε και τον αλυχτούν, όπου βρεθή καινα μην τα πολυλογούμε, Καπετάν Γιάννη μουείνε να τονέ κλαις. Ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, πούχε μετρημένα τα λόγια του, τύλιξε το μαρκούτσι γύρω από τον ναργιλέ και δεν έβγαλε τσιμουδιά. Είχε πάντα τη γνώμη τη δική του, μα δεν την έλεγε, πάρεξ πότε και πού.