United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όμως από τότε η ιστορία αυτή του έγινε η πιο αγαπημένη και σχεδόν κάθε πρωί, όταν, η μαμά χτένιζε τα μαλλιά της, ερχόταν ο Σβεν, κατέβαζε την παράξενη εικόνα και παρακαλούσε τη μαμά να του διηγηθή. Μα συνέβηκε κάτι άλλο ακόμα του Σβεν κι αυτό έγινε το χειμώνα. Τον είχαν πάρει μαζί στο θέατρο, σε μιαν απογεματινή παράσταση, που δινότανε μια Κυριακή.

Έκλαιγε ο δύστυχος από το κακό του, και παρακαλούσε τη θεία βοήθεια σε τέτοια παρανομία. Ας έρθουμε στη στερνή την πράξη της δραματικής αυτής ιστορίας. Να την περάσουμε πια τη θεολογική την ανεμοζάλη, για την ώρα τουλάχιστο, αφού της τύχης μας είταν, ίσως και για καλό μας, πολλά της ιστορίας μας να είναι θεολογικά από τους πρώτους εκείνους αιώνες και κάτω.

Τα παιδιά δεν μπορούνε να φτιάσουνε με το νου τέτοια πράματα. Ωστόσο ο Σβεν δεν είταν ο ίδιος αυτό τΟ καλοκαίρι. Χωρίς καμιά αφορμή έλεγε άξαφνα πως είταν κουρασμένος και τότε ήθελε να μένη ξαπλωμένος στη χλόη με το κεφάλι ακκουμπημένο στην αγκαλιά της μαμάς. Ή ερχότανε στον μπαμπά και τον παρακαλούσε να τον πάρη στα χέρια.

Μοναχά η Κώσταινα, η νυφοκόρη του χωριού, δεν ανακατεύτηκε στες κουβέντες, αλλά στέκονταν κοντά στην εικόνα της Παναγιάς, την παρακαλούσε μέσα πο τα φυλλοκάρδια της να κάνη το θάμα της, και να φέρη τον Κώστα της, που έλειπε σαράντα χρόνια στην Ξενιτειά.

Όταν ο Ρωμιός ο Χριστιανός παρακαλούσε για την υγεία του, η γυναίκα του για ν' απολάψη τέκνα ή να γλυτώση από αρρώστια όσα είχε γεννημένα· ότα μελετώντας ταξίδι ζητούσε τη βοήθεια από Άγιο και μεταγυρίσαντας πήγαινε κι άναβε κερί ή έδινε προσφορά ή λειτουργούσε στο παρακκλήσι του ή στάγιο λείψανο, —: τι άλλο έκαμνε και κάμνει ακόμα η ψυχή του παρά ναντιλαλή ταπλοϊκά συστήματα της κλασικής του θρησκείας, και να τα αιωνίζη, λείψανα μα τον Ύψιστο κι από πολλά μαρτυρικά λείψανα πιο ιερώτερα.

Η μάννα του κι ο αδερφός του τώλεγαν «μη!». Η κυρά Πανώρια τον παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια. — Τι σου κάνει; τώλεγε· τι σου κάνει; λυπήσου τον. — Όχι! εκείνος· ποιος ξέρει τι θησαυρούς κρύβει στις ρίζες του. Όχι τον πλάτανο μα και το σπίτι αν χρειαστή θα το γκρεμίσω κι εκείνο· έλεγε. — Ας τονε, μωρέ παιδί μου, νάχης την ευκή του Θεού· παρακαλούσε η γριά.

Και με τα λόγια τούτα έχυναν πιο καυτερά δάκρυα κ' έκλαιγαν όχι πια τα λουλούδια παρά τα κορμιά τους· έκλαιγε κ' η Χλόη το Δάφνη πως θα κρεμαστή και παρακαλούσε να μην έλθη πια τ' αφεντικό τους· και περνούσε μέρες πικραμένες σαν νάβλεπε από τώρα το Δάφνη να τόνε χτυπούνε με το καμτσίκι.

Έπειτα η Χλόη στο δάσος, αντί για τα βάλτο, κρύβεται· κι ο Δάφνης αφού επήρε το μεγάλο σουραύλι του Φιλητά, έπαιζε λυπητερά σαν ερωτευμένος, παθητικά σαν να την παρακαλούσε, ξαναφωναχτικά σαν να την αναζητούσε. Ως που ο Φιλητάς εθαύμασε και τόνε φιλεί, αφού πετάχθηκε απάνω, και του χαρίζει το σουραύλι άμα τον εφίλησε· κ' ευχήθηκε να τ' αφίση κι' ο Δάφνης σε παρόμοιο κληρονόμο.

Η ιδέα τούτη την τρόμαζε κ' ένοιωθε μέσα της τη λαχτάρα του φονιά κ' ένα σύγκρυο της περνούσε τα κόκκαλά της. Και γυρεύοντας να λυτρωθή απ' το σαράκι που την έτρωγε, παρακαλούσε από μέσα της να ησυχάση μιαν ώραν αρχήτερα, να κλείση τα μάτια του και να πάρη μαζί του αυτό που την τάραζε και την αγρίευε. Έτσι της φαινότανε πως εύρισκε το λυτρωμό της.

Μα επειδή ο μικρός είτανε καλά σε όλα τάλλα, ο μπαμπάς τονέ σήκωνε από το κρεββάτι και του έλεγε πως έπρεπε να ντυθή και να βγη όξω στον καθαρόν αέρα. Τότε σηκωνότανε ο Σβεν κι όσο είταν ο μπαμπάς μέσα προσπαθούσε να φορέση τις κάλτσες του. Μόλις όμως έβγαινε ο μπαμπάς στην πόρτα, πήγαινε στο κρεββάτι της μαμάς και την παρακαλούσε να τον αφήση να ξαπλωθή εκεί μαζί της.