Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Αυγούστου 2024
Πώς ντρέπομαι τώρα. Δεν μπορώ να σας κυττάξω. ΝΙΚΟΣ — Είναι η δεύτερη φορά, Δεν είναι; Ναι. Μα την πρώτη φορά ήτανε σκοτεινά. Δε θυμάσθε; ΝΙΚΟΣ — Το τρίτο θα είναι πάλι στα σκοτεινά. Και θα είναι μεγάλο, μεγάλο φιλάκι χωρίς τέλος. Τώρα.... Μάλιστα... Πάνε όλα τώρα... Τώρα που δε μ' αφίνει πια ο μπαμπάς νάρχωμαι μαζή σας.
Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Κάτω στο καφενείο. Τώχουνε στρώσει στα χαρτιά. ΔΩΡΑ — Τι έχει ο μπαμπάς σήμερα, Μπάρμπ-Αργύρη; Μου φαίνεται συλλογισμένος. Και τι χλωμός που ήτανε το πρωί! Σαν να μην είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Μπα! Πώς; Κοιμήθηκε. Δεν είνε τίποτε. Νευρικά είνε. Τα συνειθίζει ο αφέντης. ΔΩΡΑ — Φέρε μου ένα καλαμάρι Μπάρμπ-Αργύρη. Έχω να γράφω μερικές κάρτες για το Μοναστήρι.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη: — Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς! Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς. Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της: — Τα συχαρήκια!
ΔΩΡΑ — Α! όχι, όχι. Μην το πης αυτό. Μη και φοβάμαι από τώρα. Χτυπάει η καρδιά μου. Όχι. Χωρίς να θέλη ο μπαμπάς, ποτέ. ΝΙΚΟΣ — Καλά, καλά θα ιδούμε. Μη θυμώνης! ΔΩΡΑ — Όχι. Μην το ξαναπής αυτό που είπες. Καλλήτερα να πεθάνω. Να! λοιπόν να μάθης να λες όχι. Άξαφνα, μόλις τους βλέπουν, αποχωρίζονται τρομαγμένοι. Αχ! Θεέ μου! Οι παραπάνω, ΛΕΛΑ, ΘΕΑΤΡΙΝΑ. Τα καϋμένα τα μικρά.
Απ' τα εβδομήντα κι' απάνω. Εγώ, να σας χαρώ, τη φροντίδα τούτη θα τη λάβω σε πέντ-έξη χρόνια. Και πάλι βλέπομε. ΔΩΡΑ — Δεν είν' αυτό. Ο μπαμπάς είναι υπερβολικός. Εγώ αγαπώ πολύ τις δεσποινίδες Μιστρά. ΝΙΚΟΣ — Αν τις αγαπάτε δεσποινίς, θα το αποδείξετε. ΔΩΡΑ — Είμαι έτοιμη με κάθε τρόπο. ΜΙΣΤΡΑΣ — Εδώ σε θέλω, κοκκώνα μου. Τα λόγια, βλέπεις, δεν έχουνε πέραση. Θέλομε αποδείξεις.
Είτανε κιόλα πολύ δύσκολο να πη κανείς ποιος από τους δυο είχε να πη περσότερα στον άλλον. Κι όταν, αφού τους κοίταζα αρκετά, μου ερχότανε η επιθυμία και πήγαινα μαζί τους, ο Σβεν γινότανε ζηλιάρης και σούφρωνε το μικρό κόκκινο στοματάκι τόσο που η μαμά έπρεπε να τον μαλλώνη για τον τρόπο του και να του λέη πόσο καλός είναι ο μπαμπάς. Αυτό δεν το αναγνώριζε μ' ευχαρίστηση ο Σβεν.
Ο Μ-Αργύρης φέρνει το καλαμάρι και το βάζει σ' ένα μικρό τραπεζάκι. Η Δώρα κάθεται κι' αρχίζει να γράφη. Δεν πας να ιδής Μπάρμπ-Αργύρη μήπως σε θέλει τίποτε ο μπαμπάς; Μ' ανησύχησε σήμερα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Αυτό έλεγα κ' εγώ κοκκώνα μου. Πάω. Φαντάζομαι τι παράπονα θάχης μ' εμένα. Θα λες πως ξελογιάσθηκα και ξέχασα τις ωραίες μέρες που περάσαμε στο μοναστήρι μαζή.
Ποτέ δεν είταν τόσο ευτυχισμένη παρά όταν πήγαινε κι ο μπαμπάς εκεί κ' έμενε μαζί της. Εκεί κατοικούσε κι ο Σβεν και τι ομιλίες γινόντανε κει δεν το ξέρει κανένας. Κι όταν ακόμα διηγόταν η Έλσα κάτι από αυτές, εκείνο που έλεγε δεν είτανε τίποτε μπροστά στα λόγια, που άλλαζε κει μέσα με τον κόσμο του αγνώστου. — Δεν το πιστεύεις αυτό, μου είπε μια μέρα. Εγώ όμως το αιστάνουμαι.
Κι όταν ο μπαμπάς έφτανε τέλος κ' έμενε όξω στο διάδρομο για να τινάξη τον άμμο από τις γαλόσες του, ο Σβεν πλησίαζε τόσο σιγά και δε συλλογιζότανε πια να τον φοβίση, μα έστεκε μόνο εκεί και χαμογελούσε, σα να ήξερε καλά πως ο μπαμπάς δεν μπορούσε να τονέ δη δίχως να χαρή.
Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ήρθε να ρωτήση για την παράσταση .. . Πάει να πη δηλαδή πως ο αφέντης.... Η ψιλή κουβέντα πούχανε στήσει ψες το βράδυ κάτω στα μπάνια δε μου πολυάρεσε. Αμ' η άλλη; Τι θα γίνη με την άλλη; Ο Θεός να βάλη το χέρι του. Καλά έλεγα εγώ να φύγουμε μίαν ώραν αρχήτερα από δωπέρα. ΔΩΡΑ — Εσύ είσαι εδώ Μπάρμπ-Αργύρη; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Εγώ, κοκώνα μου. ΔΩΡΑ — Πού είναι ο Μπαμπάς;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν