United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε φταίμ' εμείς, αφεντικό! φωνάζουν οι άγιοι· να, αυτός μας έβαλε σκάνταλα. Πιάνουν τον ναύκληρο· τον πηγαίνουν εμπρός του. — Μωρέ πού βρέθηκες εδώ μέσα! του λέγει Εκείνος θυμωμένος· μπάρκο την κάναμε την Παράδεισο; Μια κλωτσιά του δίνει και τον ρίχνει μίλια έξω. — Τόρα πού να πάω; λέγει συλλογισμένος. Να ήταν εύκολο τουλάχιστον να γυρίσω πάλι στον κόσμο. Κάπως του εκαλοφάνηκε αυτή η σκέψις.

Ο Μανώλης επροχώρει συλλογισμένος. Έξαφνα ανεσκίρτησεν ακούσας παιδικήν φωνήν, η οποία ήρχετο από το πλησίον δώμα: — Δε σε θέλει, Μανώλη. Εστράφη με οργήν, αλλά το διαβολόπαιδο δεν εφαίνετο. Εξηκολούθησε τον δρόμον του, αλλά μετ' ολίγον η αυτή φωνή τον έκαμε να στραφή με οργήν μεγαλειτέραν. — Δε σε θέλει, Πατούχα, δε σε θέλει! Και ως ηχώ συνεπλήρωσεν άλλη παιδική φωνή: — Κόκκινα παπούτσια θέλει!

Και καθώς κοίταζα τους τάφους συλλογισμένος, θάρρεψα πως άκουσα φωνή από τα σπλάχνα της γης, και μου έκραζε: «Παιδί μου, κρίμα, κρίμα στα χρόνια σου! Δε θα γυρίσουν τα χρόνια σου πια! Τίποτε, τίποτε δε μας έκαμες! Πάει πια τώρα! Κατέβα και συ κάτω στη μαύρη τη γης. Έλα να σμίξης τα κόκκαλά σου με τα δικά μας

— ... Ω διάβολε, είπεν ο Σκούντας, κάτι σα συλλογισμένος φαίνεσαι απόψε. — Τίποτε, απήντησεν ο Τρανταχτής. Αν ήσουν φίλος, έπρεπε να μου πης την καρδιά σου, καθώς κάμνω εγώ. — Διάβολε, αύριον έχω δουλειά. — Ε, και τι; — Και δεν αδειάζω. Ο Σκούντας ουδέν ενόησε. — Φίλε μου, αυτό πρώτον το είξευρα, μου το είχες ειπεί.

Συλλογισμένος, παραπατών, εβάδιζε μόνος του ο καπετάν-Μοναχάκης, βραδέως αναπνέων, ως να έπασχεν εξ άσθματος προς την Κρασόσκαλα. — Φεύγω για την Πατρίδα. Κανένα γράμμα! — Έλα εις το Μεγάλο Αϊναλή να μ' εύρης το μεσημέρι. Είπε μισοσαστισμένος. Ο καπετάν-Καλόγεροςας είνε καλά ο άνθρωποςεπήγεν. Αλλά πουθενά ο καπετάν-Μοναχάκης.

Ούτε καιρό εκύταξε ούτε τίποτα, μόνον πάρσιμο την άγκυρα κ' εμπρός. Και να ιδής που συνεπήρε και άλλους το κίνημά του. Πολλά καράβια ήσαν έτοιμα να φύγουν μα έμεναν βλέποντας συλλογισμένον τον καιρό. Τόρα όμως εβγήκαν κ' εκείνα στα πανιά. Μα η Πεντέχτη έδειχνε πως δεν θα παίξη. Γύρω τα ουρανοθέμελα ήσαν κατάσκουρα· ο ήλιος εβασίλεψε συλλογισμένος.

Αποφασισμένοι να παν κι αυτοί πριν την ώρα τους. Μέρες και μέρες βάσταξε αναμεταξύ τους η μπροσκάδα, η μπαλλοτέ και το φονικό. Ώσπου άλλος άντρας δεν έμεινε μήτε από τόνα μέρος μήτε από τάλλο παρά ένας και μονάχος, ο Γιάνης, ο λιγομίλητος, ο μελαχολικός, ο συλλογισμένος εκείνος ο Γιάνης μου.

Αλλ' ο κάπηλος ίστατο συλλογισμένος και ηρνείτο αποτόμως να κεράση, λέγων ότι κατά το έτος τούτο δεν είχε σκοπόν «να το κάμη φόρα» προς χάριν κανενός, διότι άλλοτε, όπου είχε φανή φιλότιμος με το παραπάνω, την είχε πάθει στα γερά.

Ενόμιζα πως θα έλεγεν όχι· πως θα εφρόντιζε με χίλιαδυο να μ' εμποδίση· πως θα μου εδιηγώταν ιστορίες τρόμου και φρίκης για ν' απελπισθώ. Τίποτα όμως. Μια στιγμή μ' εκύταζε συλλογισμένος από τα πόδια ως την κορφή σαν να εμετρούσε το ανάστημά μου, εχαμογέλασε·Καλά· σα μεγαλώσης να πας· είπε με την πρώτη του απάθεια. Τόρα που είσαι μικρός σύρε να μάθης τη θάλασσα. Επήγα κ' έμαθα τη θάλασσα.

Έπειτα κούνησε συλλογισμένος το κεφάλι του και χαμογέλασε πονηρά. — Που θα πη, κυρά μου, είπε στην αξίνα του, και συ και το κορίτσι βρήκατε σήμερα τον αφέντη σας. Ήλιος λοιπόν στο γέρο Μαλαματένιο. Έρριξε την αξίνα στον ώμο του και τράβηξε το δρόμο του σιγοτραγουδώντας: Τούρκοι, κρατείτε τ' άλογα λίγο να ξανασάνω... Ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος ετοιμάζονται σήμερα για ταξείδι.