United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα προς ένα τα είδε ο Χαγάνος. — Πάρ' το· είπε, γυρίζοντας το κιάλι στο δούλο του. Ο δούλος πήρε το κιάλι, προσκύνησε και γύρισε να φύγη. — Στάσου· τον διάταξε με κίνημα του χεριού. Ξέρεις να μου ειπής τι γίνεται στο χτήμα του Μορφόπουλου; — Ξέρω· αποκρίθηκε ο δούλος, φέρνοντας το χέρι στο μέτωπό του. — Λέγε. — Ανασκαφές, αφέντη· κάνει ανασκαφές.

Ο Βρασίδας είχε προϊδεί ότι ο εχθρός περιφρονών τον αριθμόν των Πελοποννησίων θα έκαμνε το κίνημα εκείνο και θα επροχώρει κατά της Αμφιπόλεως με όσας δυνάμεις είχε προχείρους.

Τώρα μπορώ και βλέπω καλήτερα και καθαρότερα τόνειρό της παρά τότε! Είναι βέβαιο πως τα έβλεπε όλα αυτά, όσο που έσβησε όλη η τρελή ψυχική της διάθεση κ' είδα πως γεμίσανε δάκρυα θερμά τα μάτια της. Με ζωηρό κίνημα άδειασε τα ποτήρι της, γλύστρησε από τον καναπέ κι ακκούμπησε τα κεφάλι στα γόνατά μου.

Το κίνημα των οργανωμένων ραγιάδων θα ξεσπάσει σίγουρα έπειτα και στην Ε λ λ α δ ι κ ή κοινωνία, χτυπώντας και κει κατακέφαλα κάθε παλιανθρωπάκο και τυραννίσκο, που θα θελήσει, άμα ελευτερωθούν και αυτοί να τους εκμεταλλευτεί. Αλλά κάνω και ένα άλλο ακόμη. Επειδή πιστεύω, όπως ο κ.

Η άγνοια του αριθμού των διαμεινάντων εχθρών και η είδησις των πληγωθέντων έκαμε τους Έλληνας να οπισθοδρομήσωσι, και ούτως απέτυχε το κίνημα.

Ω ευλογημένο χεράκι, που μου 'δωσες τέτοια συγκίνηση. Και πριν η κόρη προφτάση ν' αντιληφθή το κίνημά του, ο Δημητράκης άδραξε το χέρι της και το κόλλησε στα χείλη του. — Ευλογημένο κι αγιασμένο χεράκι· είπε κυττάζοντάς την με ταπείνωση και λατρεία σα νάβλεπε εικόνισμα. Εκείνη έσυρε το χέρι της βιαστικά και χαμήλωσε τα μάτια της κατακόκκινη. Πρώτη φορά ένοιωθε του Δημητράκη τα χείλη απάνου της.

Τούτο εστενοχώρει τον Αλέξανδρον, καθότι, μαθών ότι οι Αιγύπτιοι παρεσκεύαζον στασιαστικόν κίνημα, δεν ηδύνατο ν' αποστείλη ταχέως οδηγίας εις τους σατράπας του.

Εδώ και εκεί είς λέων, αισθανόμενος εις την πλευράν του νυγμόν βέλους, έστρεφε με απότομον κίνημα το ρύγχος το ερρυτιδωμένον από λύσσαν, διά να αρπάση και κατασυντρίψη το ξύλον. Άλλοι οίμωζον εκ του πόνου. Τα μικρά κτήνη εν φοβερώ πανικώ διέτρεχον τυφλώς την κονίστραν ή εκτύπων τας κεφαλάς των κατά των κιγκλιδωμάτων.

— Α! κ' η μαμμίτσα μου αμόνει στ' όνομά σου; — Θεός ξέλει... — Την άκουσα, μητέρα, να το λέη της θειά-Περμάχους, κ' η θειά- Περμάχου της έλεγε... Η ασθενής έκαμε κίνημα όχι περιεργείας ή ανυπομονησίας διά ν' ακούση, αλλά μάλλον αποτροπιασμού όπως μη ακούση τα λεγόμενα. Η μικρά εξηκολούθησε χωρίς να εννοήση·

Η νεωστί ελθούσα εκράτει μικράν δέσμην, την οποίαν δεν είχεν ιδεί τέως η Γιάνναινα και η κόρη της, επειδή η ξένη την είχεν αποθέσει, κατά συγκυρίαν ίσως και χωρίς να ξέρη, ακριβώς πλησίον της κλειστής θύρας του Βαγγέλη. Είτα, όταν εκάθησεν εις το κατώφλιον, ετράβηξε την δέσμην ταύτην πλησιέστερον προς εαυτήν. Η Δημητρούλα είδε το κίνημα, κ' εψιθύρισεν εις την μητέρα της.