United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όντας εμπήκαμε στο καϊκάκι κ' ετράβηξε τα κουπιά του κατά τα Γιάννινα ο γέρος καϊξής μας, σα νάκλειε με μαλαματένιο κλειδί μέσα σε διαμαντένιο σεντούκι όλες εκείνες μας τες εντύπωσες από τ' ωραίο πανηγύρι, μας είπε: — Σα σήμερα το βράδυ, μωρέ παιδιά, μώλεγεν ο πατέρας μου, πως καθώς γύρναγαν οι πανηγυρίσιοι στα Γιάννινα της στεριάς κι απέρναγαν από τον πλάτανο τ' Αλήπασα, είδαν απόξω κει το σκοτωμό του κλέφτη του Κατσαντώνη και τ' αδερφού του.

Σπρώχνοντας η μεγάλη την μικρή την έρριξε μέσα στο νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζύ της μέσ' τη στέρνα». Ταύτα εξέφερε μάλλον ως συμπερασμούς η ανακρινομένη· διότι μόλις επάτησε το κατώφλιον της θύρας, έλεγε, κι' άκουσε ένα &μπλουμ&! και δεν επρόφθασε να προλάβη την καταστροφήν, μόνον επήρε «μεγάλη τρομάρα». Ο παρεπίδημων ιατρός, κ.

Έπειτα από αυτά τα λόγια, εδοκίμασε και τρίτην φοράν και ετράβηξε το δακτυλίδι έως εις την μέσην του δακτύλου του προφήτου· μα ο ίδιος όφις εξαναγύρισε και έρριξε τον Αφρικόν με το ίδιον σύστημα και την τρίτην φοράν.

Ύστερα η γρηά, σαν ετράβηξε τη στάμνα μέσα, έκαμε πάλι να σπρώξη την πόρτα, για να με κλείση απ' έξω. Εγώ έπιασα με τα δυο χέρια το φύλλο της πόρτας, κ' είπα·Τι κάνουν μέσα; Άκουσα σιγανή ψαλμωδία και διάβασμα παπά. — Βαφτίζουν, μου είπεν η καλόγρηα, με τρόπον που έδειχνε πως ήτον στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να με απομακρύνη. Επέρασα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ξαφνίστηκα.

Έστησε χωριστά το τσαντήρι του κ' έτσι έχουμε το μυαλό μας ήσυχοαν έχουν μυαλό και οι πεθαμένοι! Μόλις άρραξε το καΐκι στο νησίστη Σέρφο ας ειπούμε — ο ναύκληρος επήρε το μισοκοίλι κ' ετράβηξε στο χωριό για να μετρήση το σιτάρι. Ελιανοψιχάλιζε κάπως όταν εκίνησε, μα δεν εμποδίσθηκε. Πρωτοβρόχια, σου λέγει, θα περάση. Μόλις όμως έφτασε τον ανήφορο πιάνει μια δυνατή βροχή· νεροποντή σωστή!

Ετράβηξε ίσα στο σπίτι μου. — Χρυσούλα, μου είπε κλαίοντας, και οι δύο μια την έχουμε την πληγή. Εσύ έχασες τον αρραβωνιαστικό σου κ' εγώ τον αδερφό μου. Το κακό που έκαμα σ' εκείνον ήρθα να το πληρώσω δουλεύοντας σκλάβος σ' εσένα. Θα γίνω άντρας σου. Έτσι έγινε άντρας μου ο αντράδερφος κ' έγινε πατέρας σου. Μα δεν έζησε ούτε να σε γνωρίση. Νυχτόημερα τον ετυρανούσε η κόλασι κ' επέθανε μονοχρονίς.

Αφού τον επυροβόλησεν ο Στρατής, ετράβηξε και αυτός τον πασαλή του και ώρμησε κατ' επάνω του. Θα τον έσφαζε δε ως τράγον, αν δεν παρενέβαινεν η Πηγή, με την βοήθειαν της οποίας εύρε καιρόν ο αδελφός της να σωθή διά της φυγής. Ο Μανώλης δεν παρέλειψε ν' αναφέρη και τας υποψίας του ότι η Πηγή ήτο συνεννοημένη με τον αδελφόν της.

Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι' ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά-σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι. Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.

Ξεμακρυσμένος στην άλλη άκρη ο Βλαχογιώργος, είχε ψηλά στα χέρια σηκωμένο ένα παλιόσκαμνο και το πασπάτεβε. Κάποιος κόμπος από σπάγκο, κολλημένος στο τσακισμένο πόδι του σκαμιού με μαλακό ζυμάρι, του εκίνησε την προσοχή· ετράβηξε τον κόμπο. Εσκίστη το σανίδι απάντεχα· εδιάνοιξε το ξύλο σε δύο ξαφνικά και φοβερό, μακρύτατο λεπίδι, που και μοσκάρι θα ξεκοίλιαζε, εξάστραψε ολόγυμνο στον ήλιο·

Η νεωστί ελθούσα εκράτει μικράν δέσμην, την οποίαν δεν είχεν ιδεί τέως η Γιάνναινα και η κόρη της, επειδή η ξένη την είχεν αποθέσει, κατά συγκυρίαν ίσως και χωρίς να ξέρη, ακριβώς πλησίον της κλειστής θύρας του Βαγγέλη. Είτα, όταν εκάθησεν εις το κατώφλιον, ετράβηξε την δέσμην ταύτην πλησιέστερον προς εαυτήν. Η Δημητρούλα είδε το κίνημα, κ' εψιθύρισεν εις την μητέρα της.