United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι' ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά-σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι. Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.

Περνούσε από τις γειτονιές ο Λαζαράκης να κατεβή στο παζάρι και τα παιδιά τρέχανε από πίσω του και φωνάζανε: «Ο καμπούρης, ο καμπούρηςΈμπαινε στα μαγαζιά ο Λαζαράκης να ρουφήξη κανένα κρασάκι, και οι παρέες του φωνάζανε: «Ε ! Λαζαράκη, βάρδα μη μας ρίξης τη λάμπα». Σήκωνε τα μάτια του να κυττάξη καμμιά όμορφη ο Λαζαράκης και τα κορίτσια μπήγανε τα γέλια: «Της την έκαψες την καρδιά, Λαζαράκη.

Ο γέρος σηκώθηκε σα βρεμμένη γάτα. Με κοντόβολτες, τρεκλίζοντας, έφτασε στην πόρτα. Άνοιξε και βγήκε. Τα ουρλιάσματα έπαιρναν κ' έδιναν. Από μακρυά φτάνανε οι κατάρες και ταναθεματίσματα. Ο Μπαρμπα-Δημητρός έμεινε μοναχός του. Ήτανε σαν αλαφιασμένος. — Φέρε ένα κρασάκι, παιδί. Να πάμε να ησυχάσωμε και μεις. Το ήπιε. Έπειτα στα καλά καθούμενα τον πήρε το παράπονο.

Άλλοι εχαμογέλασαν και άλλοι εμπαιζογελούσαν μαζί του. Ωστόσο ο Λίακας κάθεται για να φάη καλά, να πάρη απάνου του· κάθεται για να πιη, να γίνη σκνίπα. Ν' αντρειωθή κιόλα με το κρασάκι το βλογημένο. Ναρματωθή κιόλα, να πάη στο ξάγναντο, να πηδήση την ποριά, να μπη στο περιβόλι που θα ήταν το στοιχειό, να το βγάλη σε σβίδο.

Εβάδιζε βραδέως και έστρεφε προς τα οπίσω διά να ίδη μήπως τον κατεσκόπευε κανείς από τον οίκον του Πετρωνίου. Διέβη την στοάν της Λιβίας και φθάσας εις την γωνίαν του Κλίβου Βιμπρίου, διηυθύνθη προς την Σουββούρην. «Πρέπει να υπάγω εις του Σπόρου, έλεγε καθ' εαυτόν, να πιώ ολίγο κρασάκι προς τιμήν της τύχης.

Το κακό είνε που, σαν πέση κι' αυτουνού η αγαπητικιά του να τονέ βρη στη θάλασσα, δε θ' ανταμωθούν ποτέ... Κανένας δεν του αποκρίθηκε. Μόνο η βοή της θάλασσας επάλευε με τη φωνή του μεθυσμένου: «Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε». Ως που να γίνη το κρασί κρασάκι περάσανε πενήντα χρόνια. Κι' άλλα τόσα ως που να γίνη ο Καπετάν Δημήτρης Μπαρμπα-Δημητρός.

Ο Ορέστης ξεύρει και κάμνει τα πράγματα καθώς πρέπει . . . θα μας έχη και σάντουιτς και κρασάκι και φρούτα . . . — Πού το ξεύρεις; υπολαμβάνει ηπιώτερον η κυρία Φρόσω, ήτις, λαίμαργος φύσει και πολυφάγος, ήρχιζε να συγχωρή εις τον Σουσαμάκην την συναναστροφήν του χάριν του δείπνου του. — Το ξεύρω, διότι τον είδα σήμερον το πρωί εις την αγοράν και εψώνιζε.

Μα δεν ήθελε η Λιόλια: είπε που δεν πεινούσε. Πάμε, πάμε! φώναζαν οι φίλοι κ' έπιασαν το Νίκο απ’το μπράτσο, ο καθένας από μια μεριά, και τον τραβούσαν. . . Ένα μεζεδάκι κ’ένα κρασάκι! είπε ο χοντρέλης.

Η παπαδιά τους χαλούσε πάντα τη συζήτησι, με την γκρίνια της, έβαζε παντού το λόγο της, τους έβγαζε ξυνό το λίγο κρασάκι, που τραβούσαν με την ησυχία τους και λυπότανε το λάδι που καιότανε στο λυχνάρι. Ο Παπα-Παρθένης έκλεισε το δεξί του μάτι στο φίλο του, έκαμε μία χειρονομία τινάζοντας το ράσο του και υστέρα είπε σοβαρά: — Την έπιασε πάλι το κεφάλι της, την ευλογημένη.

Στο φαγί του έπινε νερό-νεράκι· στα έκτακτα κατέβαζε τον Ιορδάνη. Το κρασί έγινε κρασάκι. — Η σφαίρα γυρίζει, η πολιτική αλλάζει. Αυτά έχει ο παληόκοσμος! Το κρασάκι μας έμεινε! Και με το δίκηο του ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τι είχε να δη στον κόσμο; Μέσα σε πενήντα χρόνια τα μάτια του είδαν καν και καν.