United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σ' αυτές τις λέξεις αισθάνθηκε τον εαυτό του νικημένο από συγκίνηση· έδωκε σε κάθε παιδί κάτι τι, ανέβηκε στο άλογό του, άφησε χαιρετίσματα στο γέρο και έφυγε με δάκρυα στα μάτια. Κατά τις πέντε ήρθε στο σπίτι και είπε στην υπηρέτρια να κυττάξη τη φωτιά και να την διατηρήση έως την νύκτα.

Τόσοι δε είνε οι φιλόσοφοι, ώστε, κατά την παροιμίαν, ευκολώτερον είνε να πέση κανείς εις πλοίον και να μη συναντήση ξύλον παρά να κυττάξη γύρω του και να μη ίδη φιλόσοφον. ΔΙΚ. Αλλ' αυτοί με τρομάζουν με τας φιλονεικίας των και με την σύγχισιν των γνωμών των εις όσα λέγουν περί εμού.

Δεν σε συγκινούν λοιπόν μήτε τα δάκρυα, που ο Ρωμαίος ποιητής μας λέει πως είναι μέρος της ουσίας της; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Και παραπολύ γρήγορα φοβούμαι πως με συγκινούν. Γιατί όταν κανείς γυρίση πίσω και κυττάξη την ζωή, που ήταν τόσο ζωηρή στην ένταση των συγκινήσεών της και τόσο γεμάτη φλογισμένες στιγμές εκστάσεως και χαράς, όλα του φαίνονται σαν όνειρο και πλάνη.

Μόνον το εφήμερον περί ουδενός έχει να σκεφθή ή ν' αποφασίση· ζη την μικράν αυτού ζωήν πτερυγίζον χωρίς ουδέποτε να σταθή ή να στραφή να κυττάξη προς δεξιάν ή αριστεράν· το τέλος του επέρχεται άνευ νόσου, άνευ οδύνης και άνευ τρόμου του θανάτου· δεν αισθάνεται εξαντλουμένας του σώματος και της ψυχής του τας δυνάμεις, αλλ' αποθνήσκει διά μιας εντός δευτερολέπτου, κατά την διάρκειαν ερωτικού σπασμού.

Μα τάλλα δυο; τάλλα δυο; Το κερί του παιδιού! και του Νίκου! Έφυγε σαν τρελλή χωρίς να γυρίση να κυττάξη πίσω. . . Είχε νυχτώσει πια: τάστρα έλαμπαν κρύα στον ουρανό. Έτρεξε σπίτι. Μέσα της τόξερε τώρα πως το παιδί της θα πέθαινε, πως θα της τόπαιρνε η Βεργινία, αφού ήτανε δικό της εκείνης και τόχε γεννημένο η ψυχή της- Μπαίνοντας στην κάμαρη ηύρε κόσμο και φως από αγιοκέρια.

Χουμ! είπεν ο αδελφός μου ξύων την κεφαλήν του. Αυτό κ' εγώ μόνον άκραις μέσαις το γνωρίζω. Μήπως μ' άφηκε μαθές η μητέρα να τον ερωτήσω, καθώς ήθελα; — Άνθρωποι είμεθα, έλεγε, και οι αρρώστιαις είναι για τους ανθρώπους. Αλλοίμονο σ' όποιον δεν έχει ποιος να τον κυττάξη! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί μας δεν είν' άρρωστο στη ξενιτειά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του!

Η Ουρανίτσα γύρισε το πρόσωπό της. Ο πατέρας της αυτή τη στιγμή της φαινότανε σαν ξένος και σαν εχθρός. Καλά έλεγε η μάννα της: «Ξεκούτιανε ολότελα». — Είνε κακός καιρός στο πέλαγο; είπε σε λίγο χωρίς να γυρίση να τον κυττάξη. Του καπετάν Λαλεχού καρφί δεν του καιγότανε. — Καλός-κακός, εμείς πρίμα ταξιδεύομε, είπε πάλι. Τι σε μέλει; Γύρε να κοιμηθής. Η Ουρανίτσα έβραζε μέσα της.

Ποιος ηξεύρει σε ποιο κάμπο θα ήσαν τώρα σκόρπια τα κόκκαλά του, αν δεν είχε την τύχη να ξεπέση στο χωριό σας, αν δεν ευρίσκετο η αγία αυτή γυναίκα, η βαλιδέ η μητέρα σου, να τον προμαζεύση στο σπίτι της και να τον κυττάξη.

Μπα, δεν έχεις δίκηο η ωμορφιά φαίνεται δέκα μίλια μακρυά είπεν ο Μάιος, ξανθός και μελαχρινός νεανίας, ειδήμων πολύ περί τα τοιαύτα. — Α! 'βρήκες και Μάρτη να κυττάξη ωμορφιά! επανέλαβεν ο Νοέμβριος· μωρέ ξέρεις τι Γαλαξειδιώτης είνε; κερί ανάβειτον παρά. . . δε λέω όχι· κάποτε-κάποτε γυρίζει καιτην ώμορφη, αλλά πάντα την πλούσια κυττάζει κι' ας είνε άσχημη.

Αυτός ο δρόμος δε βγάζει πουθενά... Ο ζητιάνος χαμογέλασε αδιάφορα και μουρμούρισε πάλι: — Και ποιος σου είπε να πας ; Γύρισε πάλι τα μάτια του κατά τον κάμπο. — Κυττάζεις ακόμα το δρομαλάκι; του είπα πειρακτικά. Ήμουνα βέβαιος πως δεν θα μ' αποκριθή. Εκείνος όμως χωρίς να γυρίση να με κυττάξη, μου είπε: — Όχι. Κυττάζω το φτωχό το γαϊδουράκι, που το γύρισε πίσω ο αγωγιάτης.