Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Το γαϊδουράκι εις το πλάι της έφευγε κατευχαριστημένο, διότι ήτο εκείνη πλησίον του, και καμμίαν δυσκολίαν δεν έκαμνε διά το φορτίον. Δεν είχε περιπατήσει πολύ, όταν από μακράν είδε να έρχεται ίσιααυτήν ένα μεγάλο πρόβατον· ήτο τόσο παχύ, ώστε με δυσκολίαν επροχώρει, και εβέλαζε. — Δεν είνε δυνατόν να είνε το αρνί που επότισα αυτό!

Τώρα, το παιδί αυτό, κινδυνεύει, δεν είναι καλά . . . Τους είπα, εγώ θα τρέξω κάτω στη χώρα, να πω του παπά, αν θέλη νάρθη, και σεις σαν ιδήτε πως δεν πάει το παιδί καλά, κι' αργώ εγώ να γυρίσω, τότε να το βουτήξετε σε μια λεκάνη με χλιο νερό τρεις φορές, και να πήτε «στ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος» . . . Είπα μια να πάρω το παιδί, να το τυλίξω καλά, και να σου το φέρω να το βαφτίσης, παπά μου . . . μόνε φοβήθηκα μην τελειώση στο δρόμο το παιδί, και πάη αβάφτιστο, και τότε θα το είχα στο λαιμό μου . . . Έτσι, απεφάσισα να 'ρθώ να σου πω, κι' όπως πης η Αγιωσύνη σου, έτσι να γείνη . . . Έφερα και το γαϊδουράκι μαζί, μην τυχόν θέλης για τα ιερά σου, και για καβάλλα.

Πάρε και ταις δύο καλλίτεραίς μου όρνιθες, εξηκολούθησεν ο παππούς· αλλ' επειδή ηξεύρω, ότι λυπείσαι, όταν κρεμούν τα ζώα από τα πόδια, της έβαλα μέσα εις αυτό το μεγάλο καλάθι· θα ταξειδεύσουν εις το γαϊδουράκι επάνω αναπαυτικά σαν αριστοκρατικαίς κυρίαις! Να ιδούμε μόνον πώς θα δεχθή το πρώτο του φορτίον εις την ράχιν το ζωηρό γαϊδουράκι.

Δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Ψυχή δεν περνούσε απάνω στο έρημο δρομαλάκι, το χώμα του ήτανε ξερό και το χρώμα μονότονο κάτω απ' το φως. Ένα γαϊδουράκι μονάχα νεογέννητο, ξαφνισμένο απ' την πρωτόφαντη ομορφιά του κόσμου, ξέφυγε μια στιγμή απ' τη μάννα του, που έβοσκε δίπλα στο γρασίδι, κ' έφθασε με τρελλά πηδήματα ως εκεί.

Να, πάρε, παιδί μου, αυτό, είπε μίαν ημέραν εις την εγγονήν του, και της έδωσεν ένα μεγάλο δέμα βαμβάκι· θα σου κάμη η μητέρα σου ό,τι χρειασθής με αυτό εις τον εργαλειό. Ξεύρεις και τι άλλο σου δίδω να πάρης μαζί σου; Σου χαρίζω το αγαπημένο σου γαϊδουράκι, διά να έρχεσαι συχνά, χωρίς κόπον να με βλέπης. Η Φωτεινή επήδησεν από χαράν.

Ούτε θα το εννοήση, απήντησεν η γρηά, και εγέλασε με καλωσύνην, όταν είδεν, ότι η Φωτεινή ήνοιξε με απορίαν μεγάλα τα μάτια της. Πραγματικώς το γαϊδουράκι, ελαφρό και τώρα, επηδούσεν, όπως πριν! — Σου έχω έτοιμο και κάτι άλλο να πάρης μαζί σου, εξηκολούθησε γελαστή η γρηά, αλλ' αυτό, διά να μη σε ανησυχή εις τον δρόμον, το έκλεισα μέσα εις ένα καρύδι.

Όταν τον έβλεπεν ο Γιάννης, τότε ησθάνετο άκραν ευθυμίαν, κ' ενετρύφα εις την θέαν του. Ο Ιωακείμ ίστατο εις την άλλην γωνίαν του Τέμπλου δεξιά και συνήθως του έδιδον οι ψάλται να διαβάση το ψαλτήρι. Ο Γιάννης δεν εχόρταινε να τον κυττάζη, κ' εγέλα, εγέλα με ηδονήν άρρητον. Και όταν δεν ήτο πανηγύρι ο Γιάννης με το γαϊδουράκι έτρεχε συνήθως εις την εξοχήν.

Είνε μακρυά, παιδί μου, απ' εδώ η πόλις και η Σπίθα, αφ' ότου απέκτησε το γαϊδουράκι της, έγινε ζώον πεισματάρικο· επειδή δεν με βλέπει πλέον εμένα έξω, δεν εννοεί να υπακούση εις κανένα. Πριν έλθης, είχα στείλει με αυτήν ένα χωριατόπαιδο να μου φέρη τον γιατρό, αλλά το έρριψετον δρόμον κ' εγύρισε πίσω με κλάματα.

Και όλα εκείνα τα μαλλιά, τα οποία τώρα ήσαν γύρω από την Φωτεινήν σαν μικρά βουνά υψηλότερα από το ανάστημά της, ημπόρεσεν η γρηά και τα εστοίβαξεν εις ένα μόνον σακκί. Όταν το έφερε να το δέση η ιδία επάνω εις το γαϊδουράκι, η Φωτεινή εφώναξεν· — Ω! μη, το καϋμένο, θα πάθη από το πολύ βάθος!

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν