United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η λεκάνη της κοιλάδος κατατέμνεται από φράκτας υψηλούς κάκτων εις μικρούς αγρούς, και εις κήπους, οίτινες κατά την εποχήν των εαρινών βροχών, παρουσιάζουν μίαν όψιν απεριγράπτου γαλήνης, με το θάλλος των το πράσινον και την ζωηράν σπαργήν των.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Δεν υπάρχει, λες; Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Για πες μας, που υπάρχει τάχα εκείνη; Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Στους θεούς. Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Πω, πω, πω! ως εδώ φθάνει το κακό;! φέρτε λεκάνη! Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Σαχλέ, γεροφαντασμένε! Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Πούστη συ και ντροπιασμένε, — Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Ρόδα είν' τα λόγια εκείνα! Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Με βρωμόλογα στο στόμα — Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Μ' εστεφάνωσες με κρίνα.

Την ίδια στιγμή εβούτηξ' ο παπάς το Σταυρό, κ' έψαλε «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου», κ' ύστερα όλος ο λαός, παιδιά, άνδρες, γυναίκες, έπεσαν με τα μούτρα στην αγιαστούρα του παπά και μέσα στη λεκάνη, κ' έπαιρναν αγίασμα με τα φλασκιά τους, με τα τασσάκια τους, κ' έπιναν, κ' εξεφωνούσαν: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι! ».

Την άλλη φορά, σύντεκνε παπά, την ευχή σου νάχω, μ' εμάλωσες· μούπες πως δεν έκαμα καλά που έπιασα το παιδί και το βάφτισα μονάχη μου, στον αέρα, κ' είπα «στ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος», μα πως έπρεπε να το βαφτίσω σε μια λεκάνη με νερό . . . και μούπες πως το παιδί, σαν απέθανε, δεν έπρεπε να ταφήάγια χώματα, και δεν μπορούσες, η αγιωσύνη σου, νάρθης να το διαβάσης.

Τοιουτοτρόπως η λεκάνη, γενομένη λίμνη, εφάνη κατάλληλος προς τον σκοπόν δι' ον ήτο προωρισμένη, και η γέφυρα κατεσκευάσθη προς χρήσιν των πολιτών. Αυτή η ιδία βασίλισσα επενόησε την εξής απάτην· άνωθεν της μάλλον συχναζομένης πύλης του τείχους κατεσκεύασε τον ίδιον εαυτής τάφον, υψηλόν και ελκύοντα τα βλέμματα πλειότερον ή η πύλη.

Πέντε φορές η μασσαλιωτική βαθεία λεκάνη είχε γεμίσει από τα φουρνιάτικα, και πέντε φορές η Μιλάχρω έρριψεν εις τον φούρνον και από ένα μεγάλο ψωμί ιδικόν της και από μίαν φαρφούναν· διά τον άνδρα της τον «δουλευτήν» επιλέγουσα: — Χαλάλι σου, άνδρα μου!

Λίγεια, εψιθύριζεν ο Βινίκιος. Η λεκάνη έτρεμεν εις τας χείρας της κόρης, ήτις έστρεψε προς αυτόν μελαγχολικά βλέμματα. — Ειρήνη σοι! είπεν αύτη χαμηλή φωνή. — Λίγεια συ τους εμπόδισες να με φονεύσουν; . . . — Εκείνη απήντησε μετά πραότητος: — Ο Θεός να σοι αποδώση την υγείαν. Έν είδος απείρου και γλυκείας εξαντλήσεως τον κατέλαβεν.