United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κ. Πλατέας έστρεψε την κεφαλήν προς το καφενείον, ύψωσε το βλέμμα προς τον δύοντα ήλιον, έσυρεν εκ του θυλακίου το ωρολόγιόν του, είδε την ώραν και εστέναξεν ελαφρώς. — Ό,τι θέλεις με κάμνεις, είπε. Οι δύο φίλοι διηυθύνθησαν προς το έρημον καφενείον, προς άκραν ευχαρίστησιν του ιδιοκτήτου, όστις έδραμε προσφέρων τας υπηρεσίας του.

Πριν όμως μ' απολογηθή τούτος, ο Γεροκαλαμένιος, ο φίλος μου, έστρεψε κατά πάνω μου τα δυο ματογιάλια του, — σα να μου γνώρισε τη φωνή κ' εγύρευε να ιδή αν είμαι ο ίδιος, — και σα με είδε κοντά του, γύρισε κατά τους άλλους κ' είπε : — Σταθήτε και το δασκαλόπουλο θα μας το δείξη τι φανερών' η εικόνα, μωρέ παιδιά. Το γνωρίζω γω, ξέρει πολλά πράματ' αυτό, και θαν' το ξηγήση.

Μόνον ο τελευταίος, ο νεώτερος των ρασοφόρων, όστις δεν εφόρει καλυμμαύχιον, αλλ' εκράτει υπό την μασχάλην διπλωμένην την μαύρην σκούφιαν του, έστρεψε προς τον Αγάλλον, όχι τον οφθαλμόν, αλλά τον κρόταφον και την ούλην στοιβήν της κόμης του και το άκρον του κανθού, και τότε ο Αγάλλος έλαβε το θάρρος να προσέλθη πλησίον του και να τον ερωτήση·Ποιοι είστε του λόγου σας;

Ήρχισε λοιπόν κατ' αυτόν, νομίζω, τον τρόπον ο Ευθύδημος την ομιλίαν: — Δεν μου λέγεις, Κλεινία, ποίοι είναι εκείνοι που μανθάνουν, οι σοφοί ή οι αμαθείς; Και ο νέος, σαν δύσκολον φυσικά που ήτο το ερώτημα, εκοκκίνησε, και με προφανή απορίαν έστρεψε τα βλέμματά του προς εμένα.

Εκείνη όμως έστρεψε το πλατύ, μελαχρινό πρόσωπό της, που το περιέβαλε η άσπρη μαντήλα, και του έκανε νόημα να έχει υπομονή. «Πήγαινε να μου φέρεις λίγο νερό, ώσπου να κατέβει η Νοέμι

Ντα ξυπνάς ποτέ σου την ταχυνή για να δης είντα γίνεται; απήντησεν ο Αστρονόμος πειραχθείς. Και σήμερο κιαμμιά γρα θα ψοφήση απού σευρήκε ο ήλιος ξυπνητό. Ο Μπαρμπαρέζος έστρεψε τα νώτα περιφρονητικώς, χωρίς να δώση απάντησιν και καθήσας επί της απαλής χλόης του αρμού εξηκολούθησε να καπνίζη. Άλλος όμως εκ παρακειμένου αγρού, διά να εξερεθίση τα πράγματα, είπεν ότι είχε δίκιο ο Μπαρμπαρέζος.

Όταν ηυδόκησε ν' αποσύρη τας χείρας της, η έκφρασις του βλέμματός μου ήτο, ως φαίνεται, και πάλιν τόσον εύγλωττος, ώστε έβαψεν ελαφρόν ερύθημα την παρειάν της. Έπειτα εμειδίασεν, έστρεψε διαβαίνουσα προ της θύρας του κλείθρου, υπήγε να καθίση εις τον σοφάν και μ' ένευσε να υπάγω κοντά της. Κατ' εκείνην ακριβώς την στιγμήν, ενώ εβυθιζόμην εις πέλαγος ηδυπαθείας, εκορυφώνετο της καταιγίδος η μανία.

Επέταξε, με λάκτισμα των ποδών προς τα οπίσω, τας φθαρμένας εμβάδας, «τα παληοκατσάρια της», και ξυπόλητη ανερριχήθη επάνω εις τον κρημνόν. Οι δύο «νομάτοι» έβγαλαν κι' αυτοί, τα τσαρούχια τους, κ' έτρεξαν κατόπιν της, εις τον βράχον τον απάτητον, εις τον χώρον της απελπισίας, όπου εβάδιζεν εκείνη. Μίαν μόνην στιγμήν, η δύστηνος έστρεψε την κεφαλήν οπίσω.

Τούτο ήτο τόσον ασύνηθες, ώστε την έκαμε να υποπτεύση ότι κάτι έκτακτον είχε συμβή. Εσταμάτησε, αφήκε το κάρον να προχωρήση έν ή δύο βήματα και είδε την άφρακτον τρύπαν, εκ της οποίας απέσταζαν αι τελευταίαι ρανίδες του τόσον επιπόνως μετακομισθέντος υγρού. Τότε μόνον έστρεψε την κεφαλήν και μας είδε και είδομεν και ημείς το πρόσωπον της.

Αλλ' όταν τον διέκρινε και έστρεψε προς αυτόν το βλέμμα της, ο Μανώλης ησθάνθη κάτι από την συγκίνησιν την οποίαν του έδιδαν άλλοτε τα γλυκύτατα εκείνα μαύρα μάτια. Αμέσως όμως απετίναξε το αίσθημα εκείνο και απέστρεψε το βλέμμα με κίνημα θυμού: — Ας στο διάολο, μουστακάτη!