United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ε! τώρα, δεν ησυχάζετε και σεις; . . . Μοιάζετε με τους δύο . . . που μάλλωναν σε ξένο αχ . . . Ο γέρο-Στεφανής δεν ετελείωσε την φράσιν. Η Αφέντρα είχε στραφή προς τον πατέρα της, κ' επειδή εγνώριζε τας παροιμίας του, του ένευσε φέρουσα ζωηρώς τον δάκτυλον εις τα χείλη. Εφοβείτο μη προσβληθή ο μνηστήρ της.

Πριν ή τελειώση τον λόγον του ο Βράγγης, ο πρώτος των ιππέων ένευσε προς ένα των συντρόφων του. Ούτος έκαμε δύο βήματα με τον ίππον και εκτείνας τας χείρας προς τον Βράγγην. — Δος μοι αυτήν την μικράν, είπε. — Τι θέλετε; — Δος μοι την μικράν και πήγαινε τον δρόμον σου, γέρο. Ο Βράγγης κατελυπήθη, ιλιγγίασεν, ησθάνθη επιθυμίαν ν'αντισταθή. — Αλλ' είναι 'δική μου η μικρά, είπεν.

Ήκουσάς ποτε, ω κόρη, υμέναιον αδόμενον; — Όχι, είπεν η Αϊμά. — Λοιπόν ευτύχημα, ότι ο πρώτος ον θ' ακούσης θα είνε ο εδικός σου. Ειπέ, είσαι ευχαριστημένη; Η Αϊμά ένευσε κάτω και ουδέν απήντησε. — Παρθενική αιδώς, είπε μονολογών ο Πλήθων. Παν έαρ έχει τα ρόδα του, και το μάλιστα ευώδες και εύχρουν ρόδον είνε το της παρθενίας, του καλλίστου τούτου έαρος.

Το θυμώσατε Μικέλι;», το ανθρωπάκι ένευσε πως ναι, αλλά κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία. «Και αυτός με έσωσε, μ’ έβαλε στο κρεβάτι σαν να ήμουν μωρό. Με έδενε όταν έβγαινε. Είχα υψηλό πυρετό, αλλά έπειτα πέρασαν όλα και τώρα είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος. Έτσι δεν είναι Μικέλι; Δεν είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος; Έλα Έφις, μίλησε.

Εσπέραν τινά, ότε το πρώτον σκότος διεχύνετο υπέρ την γην, ο ξένος, ον από πολλών ημερών κατεσκόπευεν ο Μάχτος, ένευσε προς τον Πρωτόγυφτον να τον ακολουθήση, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι της καλύβης. Βαδίσαντες επί πολύ έφθασαν εις μέρος τι και εκάθισαν. Ο Μάχτος τους παρηκολούθησεν ησύχως.

ΚΑΙΣΑΡ. Οι οφθαλμοί μου είναι προσηλωμένοι επ' αυτού, ο δε άνεμος φέρει προς εμέ πάσας αυτού τας πράξεις. Πού είναι τώρα; ΟΚΤΑΒΙΑ. Εις τας Αθήνας, Καίσαρ. ΚΑΙΣΑΡ. Όχι, πολυαδικημένη μου αδελφή. Η Κλεοπάτρα του ένευσε να μεταβή πλησίον της. Εις πόρνην πορέδωκε το κράτος του, αμφότεροι δε στρατολογούν εναντίον μου τους βασιλείς της γης.

Η κλίνη του συνέκειτο εξ υγρών βρύων και αλμυρίδων, παρά τους πόδας του έκειντο κογχύλαι και άλλα θαλάσσια προϊόντα. Ο αήρ ήτο ελαφρός και ευώδης, και η καρδία του ησθάνετο ευδαιμονίαν. Πού ήτο; Δεν ετόλμα να συμπεράνη. Τέλος στρέψας το βλέμμα προς τα δεξιά βλέπει.....την θαλασσίαν νύμφην καθημένην ενώπιον αυτού! Ο Αννίβας εξέπεμψε κραυγήν. Εκείνη τω ένευσε να σιωπήση.

Ψαχούλευε τη γη και άρχισε να βήχει και να ξερνάει αίμα∙ το πρόσωπό του ήταν μπλάβο, αλλοιωμένο. Ο Τζατσίντο νόμισε ότι πέθαινε. Τον ανασήκωσε, τον ακούμπησε με τις πλάτες στον τοίχο, στάθηκε από πάνω του και τον κοίταζε. «Πες το μου! Πες το μου!», ρέγχαζε ο Έφις ανασηκώνοντας τις ματωμένες του παλάμες. «Η μάνα σου σου το είπε; Πες μου τουλάχιστον ότι δεν ήταν εκείνη.» Ο Τζατσίντο ένευσε όχι.

Τότε με χείλη τρέμοντα και με παρειάς ωχριώσας έκαστος τούτων ηρώτα το ταπεινόν ερώτημα, «Κύριε, μήτι εγώ ειμι;» Ο Ιησούς έμενε σιωπηλός, όπως, και τότε ακόμη εάν ήτο δυνατόν, να λάβη καιρόν ο Ιούδας να μετανοήση. Αλλ' ο Πέτρος δεν ηδύνατο να περιστείλη την λύπην και την ανυπομονησίαν του. Άπληστος να μάθη και να προλάβη την προδοσίαν, ένευσε προς τον Ιωάννην να ερωτήση τις ήτο.

Εδώ τώρα, στο χωριό, δεν ξέρει τι να κάνει. Έχει μαλάρια, πλήττει και γι’ αυτό πάει να παίξει και να ερωτευτεί. Έχει όμως καλές ιδέες, είναι ευγενικό. Έδειξε ποτέ να μην σας σέβεται;… » «Όχι, αυτό όχι…», βιάστηκε ν’ απαντήσει η ντόνα Έστερ, αλλά και η ντόνα Ρουθ ένευσε αρνητικά.