United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πού κανείς τον κάθε εκεί νεκρό να ξεδιαλύνει, μον με νερό ξεπλαίνοντας τις ματωμένες σάρκες, 425 χύνοντας δάκρια πύρινα τους φόρτωναν στ' αμάξια. Όμως να κλαίνε ο Πρίαμος δεν άφινε· κι' οι Τρώες βαριόκαρδοι απάς στη φωτιά τους σώρεβαν σωπώντας· κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν κατά της Τριάς το κάστρο. 429

Μερικοί όπου βρίσκανε ίσκιο, πέτρα ή ξύλο σωριάζονταν απάνου, τέντωναν τα πόδια τους· κύτταζαν με λύπη τα χαλασμένα παπούτσια τους, τις ματωμένες γάμπες τους. Βαθύ ξανάσασμα έβγαινε από τα στήθη ολουνών που τέλειωσαν. Πάει κι αυτό! Κάμποσοι αργαστηριάρηδες έφευγαν με τα κλειδιά στα χέρια για ν' ανοίξουν τ' αργαστήρια τους, να πιάσουν πάλε τη δουλειά.

Τραβάει ένα τετράρριζο δόντι, και δείχνοντάς το κάτασπρο με τις ματωμένες τις ρίζες, σε ρωτάει αν αυτό είναι. Του είπες όχι; Ξερριζώνει και το πλαγινό, κατόπι τάλλο, ώσπου να βρεθή το κούφιο το δόντι. Και πλερώνεις για ένα δόντι. Βλέπεις λοιπόν πως είναι κι ο Χαφίσης Τούρκος στο βάθος.

Έπειτα πάλι θαρρείς πως την πονεί, τη χαδεύει, ξεπλύνει τις ματωμένες πληγές της, κι ολοένα πολεμάει να την αναστήση, να τη ζωντανέψη, και να την κάμη πάλι χαρούμενη, καθώς είτανε μια φορά. Μεγάλη δουλειά καταπιάνεται το καημένο το κύμα! Του τραγουδιού του τη γλώσσα δεν τη νοιώθουμε πια! Σε χαρτί απάνω δε γράφτηκε, να τη μάθουμε. Είναι γραμμένη στον ουρανό.

Έτσι είπε, κι' λοων κόπηκαν τα ήπατα απ' τον τρόμο, και κάθε Τρώας κοίταζε πού να σωθεί οχ το χάρο. Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες, πιος τάχα πρώτος Αχαιός να πήρε ματωμένες αρματωσές, σαν έγυρε τη μάχη ο Τραντοσείστης. 510

Γλυκοχάραζε σαν αρχίσαμε να ξεπλύνουμε, ο γέρος τις ματωμένες τις πλάκες έξω, και γω τα ματωμένα τα σανίδια μες το καλύβι. Και σαν έβγαιν' ήλιος απάνω στα κατάβρεχτα τα βουνά, και γελούσε πάλι ο κόσμος, εμείς καθίζαμε πρώτη φορά ύστερ' από τόσες κατάμαυρες ώρες, αγρυπνισμένοι, αποσταμένοι, τρομασμένοι, και με καρδιές ραγισμένες. Τι να σου τα λέω τάλλα, παιδί μου!

Είπε, και των θεών κι' αντρών την άκουσε ο πατέρας. Και ματωμένες έβρεχε κατά τη γης ψιχάλες τιμώντας τον καλό του γιο, πούταν στης Τριάς τους κάμπους 460 ναν του σφαχτεί τότε άδικα αλάργα απ' την πατρίδα.