United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι άνθρωποι βλέπουν το πράγμα, μα ο Θεός βλέπει της καρδιές, και μόνος αυτός είναι δίκαιος κριτής. Γι' αυτό κι' όλα ώρισε πως ότι κάθε κατηγορούμενος θα μπορούσε με μονομαχία να υποστηρίζη το δίκηο του, και γι' αυτό ο Θεός πέρνει στης μονομαχίες το μέρος του αθώου. Γι' αυτό και ο Τριστάνος ζητούσε δικαιοσύνη και μονομαχία, και γι' αυτό παραδόθηκε έτσι στο Βασιλέα Μάρκο.

Ο Βασιληάς ακούει, σηκώνεται και πολλή ώρα μένει ακίνητος. Επί τέλους ορμάει κατά τη Βασίλισσα και την πιάνει από το χέρι. Κείνη φωνάζει: — Έλεος, Μεγαλειότατε, καλλίτερα να καώ, καλλίτερα να καώ!» Ο Βασιληάς την παραδίνει. Ο Ύβαινος την παίρνει κι' οι εκατό λεπροί αναδεύουνε γύρω της. Ακούγοντάς τους να φωνάζουν και να γαυγίζουν γύρω της, όλες η καρδιές λυώνουν από οίκτο.

Ενσαρκωμένη σε δυο εξαιρετικές υπάρξεις, η ιδέα αυτή, που ανταποκρίνεται στο μυστικό αίσθημα τόσων ανδρών και τόσων γυναικών, τόσο πειο πολύ εκυρίευσε της καρδιές, όσο παρουσιάζεται εδώ εξαγνισμένη από τον πόνο και σαν καθηγιασμένη από τον θάνατο.

Τόσο γκαρδιακά την είχε παρμένη την τύχη του αδερφού του στα χέρια του, από τότες που του προξένεψε τη Βασιλική για γυναίκα, και τους νοιαζότανε και τους δυο σαν παιδιά του, να μη βρέξη και να μη στάξη, χήρος όντας αυτός και δίχως παιδί. Θάμα μα την αλήθεια που δεν του ήρθε και ξαφνικό. Όλα τα δαιμόνια της υποψίας ξυπνήσανε μέσα στον ταραγμένο του νου και τούσφαζαν άντερα, συκώτια, καρδιές.

Εγώ έμεινα ωσάν μία πείρα εκστατικός εις το να ακούσω μίαν τέτοιον ανεπάντεχον απόφασιν και αν δεν ήθελα ήμουν αυθέντης και κυριευτής του πάθους μου, ήθελα λάβη πολλά ογλήγορα εις το παλάτι μου την Αροούγιαν, διά το πείσμα της· επειδή και ημπορούσα ευθύς να στείλω ανθρώπους διά να τους φθάσουν, και να τους γυρίσουν· μα δεν ηθέλησα να κάμω ένα πράγμα τόσον άδικον να αρπάξω την ξένην γυναίκα και στανικώς, και μάλιστα που ποτέ δεν αγάπησα να βιάσω τες καρδιές διά να με αγαπήσουν.

Τους κοίταζε πάλε ο μάγος με το γυαλί του. Αχ! τι περίεργο γυαλί είταν εκείνο! Αντίς να διή τα προσώπατα μόνο, έβλεπε, μέσα στο ψιλούτσικο, στο λιγνούτσικό τους το κορμί, την καρδιά και το μυαλό. Μεγάλωναν οι καρδιές λίγο λίγο με το γυαλί, μεγάλωναν και τα μυαλά. Αφού μεγάλωσαν οι νούδες, μεγάλωσαν πια τότες κ' οι αθρώποι. Να πούμε την αλήθεια, δεν έγινε το πράμα με μιας.

Αμέσως ο Σίμων πετάχτηκε και βοήθησε με τα δυνατά του χέρια να σύρουν το δίχτυ στην στεριά. Και Αυτός που όλοι γνώριζαν ότι ήτο ο Κύριος, αλλά του οποίου η φωνή και η όψη έκαναν τις καρδιές τους να σταθούν με σεβασμό γεμάτο δέος, έτσι ώστε να μην τολμούν να τον ρωτήσουν, τους είπε, «Ελάτε και φάτε» και τους μοίρασε το ψωμί και τα ψάρια. «Ναι, Κύριε μου, το ξέρεις ότι Σε αγαπώ».

Και μέσα σε τρία χρόνια μια αμοιβαία τρυφερότης μεγάλωσε μέσ' της καρδιές τους. Την ημέρα ο Τριστάνος ακολουθούσε τον Βασιληά στης δίκες ή στο κυνήγι, και τη νύχτα, καθώς κοιμώτανε στο Βασιλικό θάλαμο μαζύ με τους πιστούς και τους σπιτικούς, αν ο Βασιληάς ήτανε λυπημένος, έπαιζε με την άρπα για να γλυκάνη τη θλίψι του.

Τι θέλετε να πήτε, άρχοντα Τριστάνε; Όχι, ο Βασιληάς και κύριος μου, ποτέ δεν θα φανταζότανε μόνος του τέτοια ατιμία. Αλλά οι προδότες αυτού του τόπου τον έκαναν να πιστέψη το ψέμμα, γιατί είναι εύκολο να ξεγελιούνται η τίμιες καρδιές. Αγαπιούνται, του είπαν, και οι προδότες του το παράστησαν ως έγκλημα.

Χριστιανοί, μη βλέπετε στο πρόσωπό μας δυο φτωχές υπάρξεις, πιο θλιβερές και από τα φύλλα που πέφτουν, πιο βρώμικες και από τους λεπρούς. Να δείτε στο πρόσωπό μας τα όργανα του Κυρίου που θέλει να συγκινήσει τις καρδιές σαςΤα χάλκινα νομίσματα έπεφταν μπροστά τους σαν σκληρά, ηχηρά άνθη.