United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι να κάμη να τους οικονομήση κι ο βλογημένος ο Παπάς. — Ε, βλογημένοι μου, τους λέει· σα δε μπορείτε να συφωνήστε, ή το 'να, ή τ' άλλο, ή να βρέξη, ή να μη βρέξη να ταφήσουμε, λέγω γω, στου Μεγαλοδύναμου το θέλημα. Ό,τι θέλει, ας κάμη, δόξα νάχη! Θέλει ας βρέξη, θέλει ας μη βρέξη!.. — Τι βραδιά κ' εκείνη, τι βραδιά! Την καρδιά μου σπάραξε!

Μα θέλω να μου πήτε πρώτα· να βρέξη θέτε, ή να μη βρέξη;... Ήταν καιρός, που άλλοι είχαν ταραποσίτια στις λιάστρες· άλλοι τις ελιές τους στο φούσκωμα· άλλ' ήθελαν να οργώσουν, να σπείρουν, και τέτοια. Άρχισαν, το λοιπόν, μες την εκλησιά φωνές, κακό. Οι μισοί να βρέξη, κ' οι μισοί να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς!

Είχε βρέξη το μεσημέρι κι ο ουρανός ξάστερος και ροδοβαμμένος, χαμογελούσε ως πέρα στα βουνά και στις ράχες που φαίνουνταν σα να ζύγοναν από στιγμή σε στιγμή κοντήτερα στα μάτια μου. Βασίλευε απαλά ο ήλιος, και τα βουνά της Αταλάντης και της Χαλκίδας πέρα πότε φλογίζουνταν κατακόκκινα, πότε κολυμπούσαν σε χρυσογάλανη καταχνιά, και πότε ξάνοιγαν σαν πελώρια μενεξεδένια ανοιξάτικα μπουκέτα.

Ο σύζυγός της αποθανών, της αφήκε μετά των θλίψεων της προώρου χηρείας, περιουσίαν ικανήν και μίαν θυγατέρα. Το Μαρούλι, ως ωνομάζετο, είχε γίνει νέα λεπτοκαμωμένη, ψυχρά και, κατ' αντίθεσιν προς την μητέρα της, ολιγόλογος συσφίγγουσα τα χείλη με αξιοπρέπειαν αρχοντοπούλας μη στάξη και μη βρέξη. Είχε δε τωόντι ανατραφή ως αρχοντοπούλα του χωριού, «χωρίς να την 'δη ήλιος», ως έλεγεν η μητέρα της.

Δεν την περιμένομεν, βλέπετε, από τους ανθρώπους, αλλά την περιμένομεν από τον θεόν, όστις σήμερον τουλάχιστον, εκεί όπου κατηντήσαμεν, αφού δεν ευδοκεί να μας βρέξη ολίγον χρυσόν διά τα τοκομερίδια, ημπορεί επί τέλους και να παύση βρέχων νερόν δι' ολίγας ημέρας. Μίαν από τας ημέρας αυτάς θα επιθεωρήσωμεν και ημείς τας οδούς της πρωτευούσης και την κατάστασιν αυτών.

Και ο μεν Ευριπίδης λέγει : ... Ποθεί βροχήν το ξηραμμένο χώμα. Το φορτωμένο σύννεφο ποθεί την γην να βρέξη. Επίσης και ο Ηράκλειτος ως εξήγησιν της φιλίας φέρει την αντίθεσιν των συμφερόντων και λέγει ότι: «από τα διαφέροντα γεννάται καλή αρμονία και ότι τα γεννά η διχόνοια». Αντιθέτως δε προς αυτούς άλλοι πολλοί και ο Εμπεδοκλής πρεσβεύουν ότι το όμοιον επιζητεί το όμοιον.

Έτρεχαν κ' εκείνοι ζερβόδεξα, εκύταζαν ολόγυρά τους, κάτω στα νερά και απάνω στον αιθέρα, μήπως ξεβράσει κακό η θάλασσα και μήπως βρέξη χάλαρα ο ουρανός. Έτρεχαν κ' εφώναζαν κ' εσφύριζαν δαιμονισμένα: — Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!... Φυσώ κ' εγώ τον κόχυλα και τινάζω το γλωσσίδι της καμπάνας ξετρελαμένος.

Έκλεισε τη λειτουργία και δώθε παν οι άλλοι. — Ε, παιδιά μου, τους λέει, την άλλην Κυριακή. Ήρθε κ' η άλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγήκε πάλι ο Παπάς και τους ρώτησε το ίδιο πάλι· να βρέξη, ή να μη βρέξη; Κείνοι άρχισαν τα ίδια πάλι. Άλλοι να βρέξη, κι άλλοι να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς!

Ήρθε η μια Κυριακή να λειτουργήση· ελειτούργησε. Απολείτουργα βγαίνει στην Ωραία Πύλη. Βγήκε στην Ωραία Πύλη, και πιάνει και τους λέει. — Ε, βλογημένοι μου, θα εφκηθώ τόρα στο Θεό, να βρέξη ή να μη βρέξη.

Τότε εθαύμασε για πρώτη φορά και τα μαλλιά της ότι ήτανε ξανθά και τα μάτια της ότι ήτανε μεγάλα σαν του βωδιού, και το πρόσωπό της πιο άσπρο αληθινά κι από το γάλα των γιδιών, σαν να πρωτοαπόκτησε τότε μάτια κι' όλο τον άλλο καιρό πριν ήτανε στραβός. Μήτε φαΐ έτρωγε πια παρά όσο για να το δοκιμάζη· και πιοτό, αν καμμιά φορά ένοιωθε ανάγκη, έπινε μόνο όσο για να βρέξη το στόμα του.