United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα δέντρα τα πυκνά του λόγκου ανάγυρα, οι λεμονιές κ' οι βυσινιές στους κήπους μέσα, κρατώντας πάνω στ' άπειρα κλωνιά τους και στα παγωμένα φύλλα τους γρούπους πυκνούς τα χιόνια τα στεγνά, εφάνταζαν πελώρια μπουκέτα με ονειρεμένους, σαν τα κρίνα κάτασπρους ανθούς, που χέρι θεϊκό αόρατο τα σκόρπισε κάτω στη γη· για να στολίση τους αμαρτωλούς τους κόρφους της, και να δεχτή την άγια και λεφκότερη από τα χιονάτα κρίνα αλήθεια του Θεού, που σε τέτοια βραδιά μέσα μαγικήν κι ονειροφάνταστη γενήθηκε στον κόσμον κάτω.

Αυτή ήτον η μεγάλη, η πελωρία φράσις, η οποία επί τόσον καιρόν επίεζε τα στήθη της, χωρίς να δύναται να την εκστομίση. Ο Μανώλης ανεσκίρτησεν. Η φράσις εκείνη εφώτισεν εντελώς την σκοτισμένην διάνοιάν του. Και τώρα ενόει το αλλόκοτον ήθος το οποίον είχεν η χήρα κατά τους τελευταίους καιρούς και τα μασημένα λόγια τα οποία του έλεγε. — Και το Μαρούλι πούνε; της είπε.

Ταξιδέψαμε νύχτα με τη γυναίκα μου· μεσάνυχτα φύγαμε από τη Ζαγορά, και δεν ξέρετε τι μαγεφτικά που είτανε με το φεγγάρι. Πουθενά δεν είδα τέτοιο θέαμα μοναδικό· βουνά και θάλασσα μαζί, πελώρια και τα δυο. Τάχει αφτά μόνο η Θεσσαλία. Καλός ο τόπος κ' η φιλοξενία χρυσή.

Ζήτησαν τότες οι Γότθοι να πάρουν και την Αδριανούπολη, μα δεν μπόρεσαν. Όρμησαν έπειτα στην Πρωτεύουσα. Κατέβηκαν και σταθήκανε μπροστά στη Χρυσή Πύλη από το μέρος της Προποντίδας· μα και δω απότυχαν. Και τότες πρωτοφάνηκε ο μεγάλος νους του Κωσταντίνου, που διάλεξε τέτοια πρωτεύουσα. Σαστίσανε, λέει, οι Γότθοι σαν πρωτόειδαν τα πελώρια τειχίσματά της.

Εγώ σου κάνω κι' όρκο να μη σαλέψω από χαμό να σώσω πια τους Τρώες, μηδέ κι' η Τροία αν χάνεται, και με φωτιά πελώρια 375 αν καίγεται όλη και την καιν τα παλικάρια τ' ΆργουςΑφτό σαν τ' άκουσε η θεά, η μαρμαρόλαιμη Ήρα, γυρνάει και λέει στον Ήφαιστο, το λατρεμένο γιο της «Ήφαιστε, στάσου, ξακουστό παιδί μου, τι δεν πρέπει θνητώνε χάρη αθάνατο θεό να βασανίζεις380

Πελώρια εβγήκεν από το κύμα κ' έδειξε στέλεχος λεπιδοντυμένο το μισό κορμί. Ζωντανά φίδια τα μεταξώμαλλα εσηκώθηκαν περαδώθε, έβγαλαν γλώσσα και κεντριά φαρμακερά κ' έχυσαν φοβεριστικό ανεμοφύσημα. Το θωρακωτό στήθος και το παρθενικό πρόσωπο άλλαξαν τη σύστασί τους αμέσως σαν να ήταν η Μονοβύζω του παραμυθιού, Στρίγγλα μαζί και Μέγαιρα. Τόρα εκαλογνώρισα με ποιον είχα να κάμω!

Έφθασε στον ΆιΛιά ως δύο ώρας προ της μεσημβρίας. Τα πελώρια πλατάνια εφυσώντο κ' εσείοντο κυρτά επί της πλατείας, σκεπάζοντα όλην την έκτασιν, νανουρίζοντα την μεγάλην δίκρηνον βρύσιν.

Δε μπορούσε πια να μένη στα εχτρικά της παλάτια, να βλέπη και νακούγη αβανιές και βρισίδια. Σηκώθηκε κ' έφυγε μια για πάντα από τη Ρώμη. Πέτρα λες κέρριξε πίσωθέ του. Πέτρα όμως έστησε κι ομπρός του, την πελώρια την πέτρα της Νέας Πρωτεύουσας. Καθώς πολλώνε μεγάλων οι μητέρες, έτσι κ' η Ελένη φαίνεται σα να τον είχε χαραγμένο, σα να τον έδειχνε κιόλας τον περίδοξο δρόμο του γιου της.