United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λεν πως πρέπει ο χρόνος να σωθή, για να γίνη το κακό. Αχ! γιατί ο πατέρας να πεθάνη; Να ζούσε, θα είμαστε δεκατέσσερεις. Πρόπερσι πέθανε· μεγάλωσαν τα παιδιά και μας τάβαλαν πια κι αφτά στο τραπέζι μαζί μας. Έτσι θέλησε ο παπούς. Έτσι το θέλησε η κακή μου η τύχη! Η μητέρα μου τόλεγε πέρσι. Είχε δίκιο. Όχι! δεν την άκουσα. Να μην καθήσουνε στο τραπέζι δεκατρείς. Δεν την άκουγα και γελούσα.

Φαίνεται πως ο Ρωμιός ο ίδιος, σε όσα καταπιάνεται, γράφει, συλλογιέται και λέει, δεν έχει ποτέ άλλους λόγους παρά προσωπικούς, πάντα με το εγώ του κι ομπρός. Έτσι λέει πως άμα είσαι και συ Ρωμιός, τέτοιους λόγους θάχης. Όταν τα διαβάζει κανείς αφτά, σα φρόνιμα του φαίνουνται. Όταν τα συλλογιστή, βλέπει πως ο αγαθός μας ο Ξενόπουλος δεν έννοιωσε ποιο είναι καθαφτό το ζήτημα.

Μόνο στην Ελλάδα μιλούνε πάντα με τη γραμματική στο χέρι. «Είναι το τάδε σωστό; Όχι! Είναι ξένο. Λοιπόν, πώς πρέπει να το λέμεΑφήστε το λαό να μιλήση όπως θέλει· αγκαλά, ούτε προσέχει σ' αφτά, ούτε τα ξέρει. Όσα του μαθαίνουν οι δασκάλοι, τα κανονίζει και πάει, γιατί έχει μέσα του τον κανόνα.

Δεν είναι έτσι; Αφτά που μας κανονίσανε στο γραφείο τους δεν είναι προσδιορισμένα για τους φιλοσόφους, φιλοσοφία δεν είναι· εκείνοι που πήγαν και ξεσκάλισαν τη λέξη και την κλίση, την είπανε η οδός, της οδού , για να τη λέη ο αμαξάς, για να τη λέη το έθνος· όλο το έθνος έχει το δικαίωμα ναρπάξη τη λέξη, να την κάμη δική του. Βέβαια!

Η εντέλεια , που κυνηγούμε ο καθένας, τέτοιο νόημα έχει, και στη γλώσσα και στην ουσία, που είναι το ίδιο. Αφτά ο Καρκαβίτσας τα ξέρει.

Μα αν τον λυπάται σου η καρδιά και σούναι αγαπημένος, έχεις χρυσάφι εσύ πολύ, χαλκό 'χεις στην καλύβα, έχεις φαριά και πρόβατα και χεροδέξες σκλάβες· 550 πάρε απ' αφτά και δώσ' του, αν θες, και πιο μεγάλο δώρο τώρα εδώ ομπρός μας, κι' όλοι μας θενά σου πούμε γιάσου· μα τη φοράδα εγώ όχι! αυτή δεν την αφίνω· ειδέ έλα, ας δοκιμάσει όπιος τολμάει και βλέπει πώς την παίρνουν

Κι' άρχισε πρώτα κι' έλεγε της Ίριδας διο λόγια «Τρέχα, γοργή Ίριδα, να πας, κι' αφτά άκου να μηνήσεις όλα τ' αφέντη Ποσειδού χωρίς ν' αλλάξεις λέξη. Πες του πολέμους και σφαγές να παραιτήσει αμέσως, 160 και μια και διο ή στη θάλασσα ή στων θεών τον κύκλο.

Αφτός λοιπόν του Έχτορα του λέει μπροστά στους Τρώες «Έχτορα, ναι! η ατρόμητη μου λέει καρδιά μου εμένα πέρα να πάω ατά μελανά καράβια και να μάθω. 320 Μον σήκωσε έλα το ραβδί, κι' ορκίσου μου στο Δία πως χαλκοπλούμιστη άμαξα θα μου χαρίσεις κι' άτια, αφτά που παν στον πόλεμο τον ξακουστό Αχιλέα, κι' εγώ άκαρπος κατάσκοπος δε θα φανώ σου ή ψέφτης· γιατί ίσα τόσο ως το στρατό θα σύρω, όσο να φτάσω 325 το πλοίο το βασιλικό, που εκεί οι αρχόντοι τώρα θάχουν βουλή αν θα μείνουνε ή κάλια να μισέψουν

Αφτά με κλάματα έλεγαν του βασιλιά, ζητώντας ναν τον μαλάξουν· μα άκουσαν αμάλαχτο 'να λόγο «Γιοί, καθώς λέτε, αν είστε εσείς του πρόκριτου Αντιμάχου, πούπε στων Τρώων τη βουλήσαν πήγε ο αδερφός μου, θυμάστε, με το θεϊκό Δυσσέα αποσταλμένος140 μην τον αφίστε, σφάξτε τον που τον κρατάτε τώρα. να! του γονιού σας τ' άδικα καιρός να μου πλερώστε

Τότες του χαμογέλασε κι' απάντησε ο Δυσσέας 400 «Βρε δώρα αλήθια μια φορά π' ορέχτηκε η καρδιά σου! τ' άτια που του Πηλέα ο γιος τραβάει! μα αφτά να λάβει άλλος θνητός σα ζόρικα θαρρώ και να τα ζέψει, εξόν αφτός που θέϊσσα τον γέννησε μητέρα.