United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε μου φαίνεται σωστό πράγμα, για μια μικρή απείθεια της κόρης σου, ν' αποφασίσης να την κλείσης σε μοναστήρι: ν' ακολουθήσης δηλαδή τυφλώς το πάθος σου, μόνο και μόνο γιατί δε θέλει να πάρη εκείνον που θέλεις εσύ.

Ο Έφις ξαναμπήκε στην καλύβα, αλλά άργησε να κλείσει τα μάτια, και στον ύπνο ακόμη τον βασάνιζε η ιδέα ότι έπρεπε να σχολιάσει την ιστορία του Τζατσίντο, αλλά δεν ήξερε πώς: καλά ή άσχημα. «Πρέπει να του πω: θάρρος, λοιπόν, θα γυρίσεις στο σωστό δρόμο! Στο κάτω κάτω παιδί ήσουν ακόμη, ένα ορφανό…

Κατά τη γνώμη μου, δεν έπρεπε να μιλήσει μόνο για την Ε λ λ α δ ι κ ή κ ο ι ν ω ν ί α, έπειτα δεν έπρεπε να βιαστεί να γυρέψει προλετάριους εκεί που δεν υπάρχουν, ύστερα δεν ήταν σωστό, νομίζω, να γενικέψει το σοσιαλισμό και να τον κάμει απόλυτη οικονομολογική και κοινωνιολογική θεωρία. Και έπρεπε να ξεχωρίσει πιο καθαρά την κοινωνιολογία από τον κοινωνισμό.

Τον καταμηνούν άλλη μια στη Μητρόπολη. Τι να κάμη τότες ο Αλέξαντρος; Πηγαίνει και βγάζει λόγο στην Εκκλησία κ' υποστηρίζει και ξηγάει το σωστό δόγμα, λέγοντας πως η μια υπόσταση της Τριάδας από την άλλη δε διαφέρει. Ο Άρειος τότες γνωρίζοντας πως είχε μαζί του και πολλούς Κληρικούς, σηκώνεται κι αρχινάει δική του ομιλία, σα να είταν Ακαδημία, κι αρμηνεύει το σύστημά του με δίχως καμιά συστολή.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποτέ μ’ αυτούς που μ’ έκαναν δεν θενά ζήσω. ΑΓΓΕΛΟΣ Παιδί μου, τούτο, φανερά, σωστό δεν είναι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλ’ όμως γιατί, γέρο μου, νομίζεις τούτο; ΑΓΓΕΛΟΣ Για τους γονείς δεν θα ’ξιζε μακριά να μείνης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμαι μην ο Φοίβος τέλος αληθέψη. ΑΓΓΕΛΟΣ Φοβάσαι μη κριματισθής με τους γονείς σου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτό είναι που παντοτεινά φοβούμαι, γέρο.

Τα φώτα!... Σβύστε τα φώτα!... εβροντοφώναξα ευθύς. Μα οι ναύτες είχαν ιδή τα Τελώνια κ' επρόβαλαν στο κατάστρωμα με όλα τα χάλκινα σκεύη του μαγεριού. Ταψιά, τεντζερέδες, λεβέτια, καπάκια έπαιζαν τόρα στα χέρια τους κ' εβρόντουν σωστό δρολάπι ήχων και φωνών.

Κ' ύστερ' από σκέψη εβρίσκανε σωστό να μη λένε τίποτε για το γάμο τους παρά νάχη κρυφά τη Χλόη και μονάχα στη μητέρα του να εξομολογηθή τον έρωτά τους· μα δεν το παραδεχότανε ο Δρύαντας παρά ήθελε να το ειπή του πατέρα του και τους εβεβαίονε πως αυτός θα τον καταφέρη.

Κοκκίνισε και ντρεπόταν που κοκκίνιζε, αλλά αμέσως πήρε θάρρος και ρώτησε. «Μπορώ να πω κάτι; Εάν είναι λάθος, σαν να μην το είπα.» «Μίλησε.» «Το παιδί δεν μου φαίνεται κακό. Ανατράφηκε άσχημα μέχρι τώρα. Έχασε τους γονείς του τη χειρότερη στιγμή γι’ αυτόν και απόμεινε σαν ένα ολομόναχο παιδί μέσα στους πέντε δρόμους και έτσι χάθηκε. Πρέπει να τον ξαναφέρουμε στο σωστό δρόμο.

Οι δυο άντρες απομακρύνθηκαν, αλλά η γριά φώναξε πίσω τον ντον Πρέντου και του είπε χαμηλόφωνα: «Θα μπορούσατε να μου κάνετε μια χάρη; Να πείτε εσείς στην Γκριζέντα να μην πηγαίνει στο ποτάμι; Δεν είναι σωστό γι’ αυτήν, που θα παντρευτεί έναν άρχοντα

ΜΙΡ. Ω! για τόνομα του Μεγαλοδύναμου! τα κλάυματα πώκαμα τότε δεν τα θυμάμαι· ας ματακλάψω τώρα· εκείνος ο στοχασμός με κάνει να δακρύσω. ΠΡΟΣΠ. Άκουσε ολίγο ακόμα, κ' έπειτα σε φέρνω στην υπόθεση που μας εγγίζει τώρα, δίχως την οποία τούτη η διήγηση θα ήταν πολύ άκαιρη. ΜΙΡ. Πώς δεν μας αφανίσανε τότε; ΠΡΟΣΠ. Σωστό είναι το ερώτημά σου, κόρη μου· η ιστορία μου το παρακινεί.