United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα μάτια του ήτανε καρφωμένα απάνω στο ψηλό παραθυράκι, που τον περίμενε η Ταρσίτσα χρόνια και χρόνια. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται!..» Ύστερα η φαντασία σβυνότανε απ' τα μάτια της, τα δένδρα, τα σπίτια, τα λιακωτά, τριγυρίζανε πάλι και πνίγανε το μικρό σπιτάκι και κρύβανε τον μεγάλο, τον πλατύ δρόμο με τον ήσκιο του απονύχτερου διαβάτη. Μα η Ταρσίτσα δεν απόκανε να περιμένη.

Ύστερα από αυτήν την διήγησιν άρχισε να κλαίη απαρηγόρητα και υψώνοντας τα μάτια εις τον ουρανόν έλεγε· Παντοδύναμε ποιητά του παντός, εγώ αφίεμαι εις την απόφασιν της δικαιοσύνης σου και εις την θέλησιν της προνοίας και υποφέρω όλα με υπομονήν έως ότου γίνη το θέλημά σου.

Πολλά έχεις να μάθης ακόμα, είπεν ο Τρέκλας. Όσο γηράζεις, τόσο θα μαθαίνης. — Ε, ύστερα, τι άλλο; — Τρίτον, επανέλαβεν ο Τρέκλας, καβαλλαρία ήρθεν εις το μοναστήρι. — Καβαλλαρία; — Είνε πεντακόσιοι, χίλιοι, αμέτρητοι και εγώ δεν ξέρω πόσοι. Και μας πολιορκούν, είπεν ο Τρέκλας μετ' ελεγειακού τόνου. — Σας πολιορκούν! — Και μας χρειάζεται βοήθεια.

Έχει πολύ μεγάλα βατόμουρα βαθειά κάτωτην ρεματιά· ηύρα και μακρυά εις τον κάμπον κάτι ώριμα φραγκόσυκα σαν μεγάλα τριανταφυλλιά λουλούδια! Είνετο βουνό και μία αγριαπιδιά φορτωμένη με απιδάκια φθινοπωρινά! Και η ανεμώνες ύστερα από τόσες βροχαίς εφύτρωσαν παντού! Μόνο καλά να γίνης, παππού μου, χρειάζεται τώρα! Κάμε γρήγορα.

Έτσι έλεγε: — Εδώ είναι ένα σχοινί, εκεί ένας Μάκαρας, εκεί ένας κόμπος, εκεί ένας χαλκάς, εκεί.,, Δε μπορούσε να καταλάβει, και κύτταξε το ίδιο το πράγμα. Ήταν ο σκούφος ενός θερμαστή που κοιμότανε πάρα πέρα. Άκουε τις ομιλίες των ναυτών. — Κι' άλλη τρίλλια. Μια παρέα έπαιζεν από κάτω. Ύστερα: — Θα κινήσω πάντα λίθον.,, Δυο υπαξιωματικοί μιλούσανε για τους προβιβασμούς τους.

Ως και ταργαστήρια κλείστηκαν πια. Ψυχή πια δε βγαίνει στο δρόμο. Ρημάχτηκε το χωριό, κι άλλο δεν ακούς παρά μυρολόγια, άλλο δε βλέπεις παρά ξυλοκρέββατα, και τον Πάτερ Συνέσιο που περπατάει από μπρος και σιγοψέλνει. Κ' ύστερα από κάθε θάψιμο τρέχει, λέει, από σπίτι σε σπίτι με την άγια μετάληψη για τους φτωχούς που ψυχομαχούν.

Έτσι; — Βέβαια. — Πώς τούτο; — Διότι αυτό λέγουν. — Ποίοι το λέγουν; — Ο κόσμος. — Ε, και θα επίστευα εγώ τούτο. — Ίσως. — Αλλά τότε δεν θα είχα ανάγκην να ψάξω. — Πώς; — Διά να βεβαιωθώ με τα μάτια μου. — Έσωνε να παραδεχθώ τι λέγει ο κόσμος. — Και ύστερα; — Και δεν θα εζητούσα πληροφορίας. — Λέγεις; — Ούτε σε θα ερωτούσα. — Όχι δα. — Ούτε θα έλεγα τίποτε. — Μη δα.

Έφαγα σ' ενός το σπίτι που πάντα, μόλις τα πιάσει, χαλνά τα πράγματα που μαρέσουν, ξεσκεπάζει σκεπασμένα κάλλη, και τα λόγια του με κρυώνουν. Μ' έκαμε και συλλογίστηκα πρώτα έναν που μ' άρεσε, και τώρα τον καταφρονούν όλοι, κι αυτός. Ύστερα, με τα ανόητα χτυπήματά του, γκρέμισε έναν που πίστευα πως τα λόγια του ήταν αληθινά.

Δεκάξη χρόνων έχασε το πρώτο της το ταίρι, επήρε άνδρα δεύτερο, απέθανε κι' αυτός, και τρίτον ετοιμάζετο να βάλη εις το χέρι, οπού περνούσε &ζέντλεμαν& 'στη Σύρα ζηλευτός. Το είδωλον της χήρας μου ελέγετο Μανώλης, πρώτα σε μία εκκλησιά πτωχός κανδυλανάπτης, κατόπιν σπίρτων έμπορος, κατόπιν καπνοπώλης, υπαστυνόμος ύστερα, και τέλος φραγκορράπτης.

Ο τεμπέλης! Και να περιμένη ύστερα την λαδιά, για να κερδήση εκατό τα εκατό. Αυτά μόνον ο καπετάν-Κονόμος ξέρει και τα καταφέρνει.