United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά τα δύο πράμματα: το γράμμα και το φέσι είταν τα μόνα με την κασσέλλα, που πρωτοσκέφτηκε η Κώσταινα να γλυτώση στην επανάσταση του 1854, τότε που τα σπίτια μαζύ με το βιο όλου του χωριού έγειναν φλόγες.

Καθόντουσαν τότε με τη θεια της στο Μεταξουργείο κι ο Νίκος έτυχε να περνάη μια μέρα με κάτι φίλους πούχαν τα σπίτια τους στη γειτονιά κ' είδε τη Βεργινία στην πόρτα. Από τότες περνούσε καθεμέρα κ’ «επιμόνως» κι αυτή τον καλοκύτταζε γιατί τα μάτια του της είχαν κάνει μάγια.

Αλλά δεν ηρκέσθη εις τούτο μόνον το αρνητικόν έγκλημα· ηθέλησε να προσθέση και άλλην θετικήν επιβουλήν, και όπου έτυχεν εις τέσσαρα ή πέντε σπίτια, όπου δεν υπήρχον Νικολάκηδες εορτάζοντας, έγραψε με κάρβουνον το σημείον όπου συνήθιζεν ο Αποστόλης.

Το βράδυ άναψαν φώτα και κανδύλια σ' όλα τα σπίτια και σ' όλο το παζάρι, ανέβασαν και καμπάνες στα καμπαναριά του Αγίου Νικολάου, του Αρχιμανδριού και της Αγίας Κατερίνας. Αλλά στες δύο της νυκτός με προσταγή του Πασά τες κατέβασαν πάλι. Την Παρασκευή ο Δεσπότης μ' όλους τους Προξένους έκαμε δοξολογία στη Μητρόπολη. 1856, Φλεβαριού 22 . Διαβάστηκε στο Σαράι Σουλτανικό φιρμάνι.

Βασίλεψ' ο ήλιος τουρανού, βασίλεψε κι ο δικός μου ήλιος. Γλυκοφέγγουν ως τόσο απομέσα τα σπίτια. Αχτινοβολούν ταμίλητα ταστέρια. Μουρμουρίζουν ταμπελοβάθρακα, και το νερό της βρύσης, ακοίμητος μάρτυρας της αιώνιας αγάπης που ζωντανεύει τον κόσμο, κατρακυλάει και πάει σαν τις ώρες ευτυχισμένης ζωής. Η ζωή μου εμένα θάχη ώρες δύσεχτες και βαριές.

Θησαυρίζει, καλοζή, χτίζει σπίτια και πύργους, προικίζει κόρες, ως κ' επίτροπος γίνεται! Όπου πατήση, φυτρώνει μυρσίνη· τι λέγω μυρσίνη! Κλήματα φυτρώνουνε φορτωμένα σταφύλι, μηλιές φυτρώνουν και πορτοκαλλιές, ζωή κι ομορφιά φυτρώνει όπου πατεί.

Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτια με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια, από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος.

Κι απ' όλο τούτο τ' ανεμόχολο και τον καταποτήρα, που παράσυρε το σπίτι του ξύρριζα, γλύτωσε ο Ζώης μοναχά κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, οπού δεν είχε προφτάσει να την παντρέψη κι αυτή. Και μαζί με τους ανθρώπους του και με την ευτυχία, παν κ' η μεγάλες ιδέες του δύστυχου κ' οι πόθοι του για ψηλά σπίτια και γι' αρχοντική καλοπέραση.

Και είπε προς τον βοσκόν: — Δεν είναι παράξενον. Δεν είναι παράξενον μπάρμπα-Γιωργό, παιδί μου. Αι ψυχαί των μακαρίων αγαπούν να συναναστρέφωνται με τους ζώντας, ως αι ψυχαί των αγίων, επισκεπτόμεναι τους αγαπημένους των, τα σπίτια των, τα αμπέλια των, παν ό,τι ηγάπησαν τρυφερώτερα εις τον κόσμον αυτόν. Η Κουκκίτσα μου ήταν ενάρετος. Ξεύρω κ' εγώ!

Μ' τι ήταν τούτ' ωρέ Καράλ'! Σα διατάν' μώμοιαζαν όλοι ντυμέν' έτσι. Σαν εκείνους π' γλέπω τ' Λαμπρή 'στν Αγιά-Παρασκευή 'στν εκκλησιά, πώχουν ζουγραφσμέν' την κόλασ'. Κ' εκείν' οι δρόμ', κ' εκείνα τα σπίτια; Μπα, θε μ', φύλαξέ με!» Κ' έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πώς ζαν έτσ' απανουτοί, πώς παίρνουν αέραΈλεγε. Ο Καράλης γέλαε, τι νάκανε.