United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγκαταλελειμμένον πέτρινον οικοδόμημα πέραν του χιονώδους πελάγους παρέσχε προστασίαν να διανυκτερεύσουν· εδώ ηύραν ξυλάνθρακας και κλωνάρια ελάτης. Αμέσως άναψαν φωτιά, ετοίμασαν τα στρώματα, όσον τους ήτο δυνατόν καλύτερα.

Τα λόγια αυτά της μάνας μου μ' άναψαν μέσ' 'ςτά στήθηα Άσβεστη φλόγα, κ' έλεγα πότε να μεγαλώσω Τα κλέφτικα τα άρματατη μέση μου να ζώσω, Να πάω να ζήσωτα βουνά, μ' αγρίμια να φωλιάζω, Με τ' άλλα τα κλεφτόπουλα να πολεμώ να σφάζω.

Κόρωσε ο Κωνσταντίνος ακούγοντας τα λόγια της πρώτης της Αλεξαντρινής Επιτροπής, άναψαν οι Κωσταντινουπολίτες ακούγοντας τα πιο χοντρά αβανιάσματα της δεύτερης. Τέλος, τόσο ερεθίστηκε ο κόσμος, που ο Κωσταντίνος, δίχως μήτε να τον ξανακούση τον Αθανάσιο, τον ξορίζει στην Τριβήρα της Γαλλίας.

Μα όταν τον εκράτησαν για να κάνουνε θυσία στο Διόνυσο την άλλη μέρα, παρολίγο από τη χαρά να προσκυνήση εκείνους αντί για το Διόνυσο. Αμέσως λοιπόν έβγανε από το ταγάρι του πολλές πήττες κι όσα πουλιά είχε πιάσει· κι αυτά τα ετοιμάζανε για το δείπνο. Ξανάπιασαν κρασί κι άναψαν πάλι φωτιά· κ' επειδή ενύχτωσε γλήγορα ξανακαθίσανε στο τραπέζι.

Τα γλυκά λόγια, που του έλεγεν η βασίλισσα, άναψαν περισσότερον τον θυμόν του Δαλήκ, και με οργήν της απεκρίθη. Μη φαντάζεσαι ότι ποτέ θα συγκλίνω εις την παράξενην θέλησίν σου· κάμε να μου δώσουν την αγαπημένην μου Κατηγέ, και άφησέ μας να πηγαίνωμεν εις το ταξείδι μας· ημείς δεν είμεθα υποκείμενοί σου διά να μας βιάσης, και να μας εμποδίσης από την στράταν μας.

Το βράδυ άναψαν φώτα και κανδύλια σ' όλα τα σπίτια και σ' όλο το παζάρι, ανέβασαν και καμπάνες στα καμπαναριά του Αγίου Νικολάου, του Αρχιμανδριού και της Αγίας Κατερίνας. Αλλά στες δύο της νυκτός με προσταγή του Πασά τες κατέβασαν πάλι. Την Παρασκευή ο Δεσπότης μ' όλους τους Προξένους έκαμε δοξολογία στη Μητρόπολη. 1856, Φλεβαριού 22 . Διαβάστηκε στο Σαράι Σουλτανικό φιρμάνι.

Κι' όπως λεβέτι από πολλής φωτιάς πυράδα βράζει 362 μέσα με χόχλους, τι στεγνά καιν από κάτου ξύλα, 364 σαν έτσι απ' τη φωτιά άναψαν οι ρεματόχτοι γύρω, 365 κι' έβραζε τ' όμορφο νερό απ' του θεού τις φλόγες. 365 367

Κανένα δέντρο δεν ρώτησε πού πηγαίνουμε. Το νερό δεν εστάθηκε να μας καθρεφτίση. Το κοράκι δε χαμήλωσενούτε για να ιδή αν είμαστε πεθαμένοι. Τ' αστέρια δεν άναψαν για μας. Τα πουλιά πήγαιναν να κοιμηθούν χωρίς να μας ρωτήσουν αν έχωμε να τους δώσωμε μήνυμα — σ' εκείνους που μας λησμόνησαν. Απαντήσαμε τη νύχτα στο δρόμοκαι δε μας πήρε στα παραμύθια της.

Τότε είδαμεν εκεί πλησίον ένα νησί, πολύ χαμηλόν και στολισμένον με πράσινα χορτάρια, που εφαίνετο όλον ως ένα λιβάδι και μία μεγάλη πεδιάδα και επειδή είμεθα τόσον καιρόν εις την θάλασσαν χωρίς να ιδούμεν γην, τότε οι περισσότεροι, όλοι πρόθυμοι, εμβήκαμε εις καΐκι και εβγήκαμεν εις το νησί προς περιήγησιν και ανάπαυσιν μας και οι σύντροφοί μου άναψαν φωτιάν διά να μαγειρεύσουν.

Μια φορά κ' ένα καιρό οι Χριστιανοί του χανιού εκείνου άναπταν και ς' του Κωνσταντίνου τον τάφον καντήλι, αλλά το ανεκάλυψαν οι Τούρκοι από κάτι κονάκια υψηλά οπού είνε εκεί κοντά, κάτι θηριόσπιτα, και τρόμαξαν να γλυτώσουν το κεφάλι τους οι Χριστιανοί. Από τότε δεν άναψαν πλέον καντήλι ς' του Κωνσταντίνου τον τάφον.