United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντίς για ντύμα έβγανε σάββανο. Δε μπορούσε όμως να κάμη διαφορετικά. Τη θέση του ανυφαντή την είχε ο Αριστόδημος. Περιωρίστηκε λοιπόν να συναναστρέφεται την κόρη και να προσπαθή, μαζί με την κυρά Πανώρια, να την αναγνωρίση ο αδερφός του. Μα εκείνος άγριος, σαν τσοπανόσκυλο άφριζε και γαύγυζε μόλις άκουε τέτοια κουβέντα. Πολλές φορές ήρθαν στα χέρια.

Τους ακολούθησε με το μάτι κάμποση ώρα και σαν τους είδε να τραβούν για τους τόπους των εχτρών του, τον κυρίεψε αγανάχτηση. Ο καλπασμός των αλόγων ήρθε σαν χασκογέλασμα και πλήγωσε την περηφάνεια του. Ως τόσο οι ανασκαφές προχωρούσανε στο μετόχι. Η αξίνα μέρα με την ημέρα έβγανε στο φως αξετίμωτα ηυρέματα.

ΓΟΝΖ. Όπου βασανισμός, όπου σύγχυση, όπου τέρατα, όπου τρόμος, όλα εδώ κατοικούν! Του Υψίστου το χέρι να μας έβγανε από τούτον τον κατάφοβο τόπο! ΠΡΟΣΠ. Κύτταξε, Βασιλέα, τον αδικημένον Δούκα του Μιλάνου, τον Πρόσπερο· να βεβαιωθής καλύτερα ότι ο πρίγκιπας, που σου μιλεί, ζη αληθινά, ιδού σε περιλαμβάνω, και σου λέγω από καρδιάς, καλώς ήρθες μ' όλη σου την συντροφιά.

Η Νάπη λοιπόν μένοντας εκεί με το Δάφνη εγύριζε τα βόιδια και με τα δικάβαλα έβγανε το στάρι από τα στάχια, ενώ ο Δρύαντας, αφού έκρυψε το πουγγί εκεί που είχε φυλάξει τα γνωρίσματα, πήγαινε τρεχάλα στο Λάμωνα και στη Μυρτάλη, έχοντας σκοπό να τους ζητήση το γαμπρό πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει.

Μα όταν τον εκράτησαν για να κάνουνε θυσία στο Διόνυσο την άλλη μέρα, παρολίγο από τη χαρά να προσκυνήση εκείνους αντί για το Διόνυσο. Αμέσως λοιπόν έβγανε από το ταγάρι του πολλές πήττες κι όσα πουλιά είχε πιάσει· κι αυτά τα ετοιμάζανε για το δείπνο. Ξανάπιασαν κρασί κι άναψαν πάλι φωτιά· κ' επειδή ενύχτωσε γλήγορα ξανακαθίσανε στο τραπέζι.

Επειδή όντας κάτω από τον κάμπο βαθύ φαράγγι, που εδεχότανε σαν όργανο μέσα του τον αχό, έβγανε φωνή, που εμιμιότανε όλα τα λεγούμενα· χωριστά το χτύπο των χτυπιών, χωριστά τη φωνή των ναύτηδων. Κ' ήτανε ευχάριστο το άκουσμα. Επειδή άμα έφτανε η φωνή από τη θάλασσα, τόσο πιο αργά έπαυε η φωνή από τη στεριά, όσο πιο αργά άρχιζε.

Κ' επειδή έφευγε πια το καλοκαίρι κ' έφτανε το χυνόπωρο, του ετοίμαζε την εξοχή ο Λάμωνας, ώστε να του αρέση σ' όλα άμα την έβλεπε· πάστρευε τις πηγές για νάχουν νερό καθαρό· έβγανε την κοπριά από την αυλή για να μη τον πειράξη βρωμώντας· σιγύριζε το περιβόλι για να φανή όμορφο.

Η Χλόη, σαν κορίτσι που ήταν, έβγανε αργότερο στη βοσκή τα πρόβατα του Δρύαντα, από το φόβο των άγριων βοσκών. Όταν οι κουρσάροι είδαν παλληκάρι ψηλό κι όμορφο και καλλίτερο από καθετί που θ' άρπαζαν από τα χτήματα, μη δίνοντας πια προσοχή μήτε στα γίδια μήτε στ' άλλα υποστατικά, τον έφερναν στο τρεχαντήρι κλαίγοντας και μην ηξέροντας τι να κάνη και δυνατά τη Χλόη φωνάζοντας.

Μα ο Δόρκωνας ο γελαδάρης που είχε ανασύρει το Δάφνη και τον τράγο από το λάκκο, παλληκάρι που μόλις έβγανε γένια και που ήξερε και τ' όνομα και τα έργα του έρωτα, αμέσως από κείνη την ημέρα ερωτεύτηκε τη Χλόη· κι όταν επέρασαν κι άλλες πολλές ημέρες πιο πολύ εφλογιζόταν η ψυχή του· και περιφρονώντας το Δάφνη, σαν παιδί που ήτανε, εστοχάστηκε να τον παραμερίση ή με δώρα ή με φοβερίσματα.