United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λυπάται η κόρη για τη ζημιά του κοπαδιού της και που νικήθηκε στο τραγούδι· και παρακαλάει τους θεούς να γίνη πουλί, προτού να φτάση σπίτι της. Ακούν οι θεοί τα παρακάλια της και την κάνουν αυτό το πουλί, βουνήσιο σαν την κόρη, γλυκόλαλο σαν εκείνη. Κι ακόμη και τώρα τραγουδώντας διαλαλάει τη συφορά της, ότι αναζητάει τα ξεπλανεμένα βόιδια. Τέτοιες χαρές τους έδινε το καλοκαίρι.

Η Νάπη λοιπόν μένοντας εκεί με το Δάφνη εγύριζε τα βόιδια και με τα δικάβαλα έβγανε το στάρι από τα στάχια, ενώ ο Δρύαντας, αφού έκρυψε το πουγγί εκεί που είχε φυλάξει τα γνωρίσματα, πήγαινε τρεχάλα στο Λάμωνα και στη Μυρτάλη, έχοντας σκοπό να τους ζητήση το γαμπρό πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει.

Ήταν, αγάπη μου, μια κόρη όμορφη σαν κ' εσένα και που στην εδική σου την ηλικία έβοσκε βόιδια πολλά· τραγουδούσε κι όμορφα και τα βόιδια της ευχαριστιόνταν με το τραγούδι της· και τα έβοσκε χωρίς αγκλίτσας χτύπημα, χωρίς βουκέντρας κέντημα, μόνο, καθούμενη κάτω από πεύκο και φορώντας στεφάνι πεύκινο, τραγουδούσε τον Πάνα και το Πεύκο. Και τα βόιδια με το τραγούδι έμεναν κοντά της.

Ένα αγόρι βόσκοντας εκεί σιμά βόιδια, όμορφο κι αυτό και τραγουδιστής σαν την κόρη, παραβγαίνοντας στο τραγούδι έδειξε φωνή, πιο δυνατή σαν άντρας που ήταν και γλυκιά σαν κορίτσι. Κι αφού ξελόγιασε από τα βόιδια της οχτώ τα καλλίτερα, τάσυρε στο δικό του κοπάδι.

Τότε εφροντίζανε να τρώνε τα βόιδια άχερο στους σταύλους, τα γίδια και τα πρόβατα στις στάνες φύλλα, οι χοίροι στα χοιροστάσια πρινοκόκκι και βαλανίδια.

Ω αν δεν έχης άλλην αντίρρησιν, μου απεκρίθη αυτός, η δουλειά είναι γενομένη· επειδή και εγώ απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός από πολύν καιρόν, ομοίως και όλη μου η οικογένεια, επειδή είμαι βαρεμένος να λατρεύω βόιδια και αγελάδες· γροικώ που ευρίσκομαι εις την πλάνην· όθεν απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός ωσάν και εσένα· διά το οποίον, ω υιέ μου, ημπορείς χωρίς δισταγμόν να δεχθής το πρόβλημά μου.

Αφού λοιπόν ετοίμαζαν με το γλυκοχάραμα τα πράματά τους, εδώκανε στο Δρύαντα άλλες τρεις χιλιάδες και στο Λάμωνα τα μισά χτήματα να τα θερίζη και να τα τρυγάη για λογαριασμό του και τα γίδια με τους γιδάρηδες και τέσσερα ζευγάρια βόιδια και ρούχα χειμωνιάτικα και τη γυναίκα του ελεύθερη. Κ' ύστερ' απ' αυτό επήγαιναν για τη Μιτυλήνη μ' άλογα και αμάξια και με χαρά μεγάλη.

Αφού πήρε το τομάρι λύκου μεγάλου, που κάποτε βουβάλι, προστατεύοντας τα βόιδια, τον εσκότωσε με τα κέρατά του, το άπλωσε γύρω στο κορμί του, ρίχνοντάς το απάνω του, από τους ώμους ίσαμε τα πόδια, ως που τα μπροστινά πόδια του λύκου ν' απλωθούν στα χέρια του και τα πισινά στα πόδια του ίσαμε τη φτέρνα και το άνοιγμα του στομάτου να σκεπάση το κεφάλι του σαν περικεφαλαία πολεμιστή· κ' αφού γίνηκε σαν θεριό όσο μπορούσε καλλίτερα, πηγαίνει κοντά στην πηγή, όπου ποτίζονταν τα γίδια και τα πρόβατα ύστερ' από τη βοσκή.

Συνήθισα τα βόιδια μου ν' ακολουθούνε το σκοπό του σουραυλιού και να τρέχουνε στο λάλημά του κι αν βοσκούνε κάπου μακριά. Να, πάρε το σουραύλι ετούτο, παίξε το σκοπό εκείνο, που κάποτε είχα μάθει του Δάφνη κι ο Δάφνης εσένα· και για τα κατοπινά θα φροντίσουν το σουραύλι και τα βόιδια εκεί πέρα.

Απ' όξω, απ' τα οργώματα, γυρνούνε οι ζευγολάτες, Ηλιοκαμμένοι, ξέκοποι, βουβοί, αποκαρωμένοι, Με τους ζυγούς, με τα βαριά τ' αλέτρια φορτωμένοι Και σαλαγούν από μπροστά τα δυο καματερά τους. Τρανά, στεφανοκέρατα, κοιλάτα, τραχηλάτα, «Οώ! φωνάζοντας, οώ! Μελισσινέ, Λαμπίρη»· Κι' αργά τα βόιδια περπατούν και πού και πού μουγγρίζουν.