United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συρόμενος από την περιέργειαν τού να ίδη πλησιέστερον και να μάθη τι περισσότερον, επλησίασεν υπέρ το δέον εις ένα εχθρικόν προμαχώνα, ώστε τον επυροβόλησαν· μετέβη εκ τούτου εις άλλον, και λαβών δύω ίππους βόσκοντας προ των οφθαλμών των εχθρών, επέστρεψεν αφ' ού έκαμε τας αναγκαίας παρατηρήσεις του· επειδή δε είδε τριακοσίους ιππείς αποκοπέντας από το εχθρικόν στρατόπεδον και διευθυνομένους προς το Ελληνικόν, έδωκεν αμέσως διαταγήν να ετοιμασθώσιν όλοι και να ευρίσκωνται εις τας θέσεις των.

Όσο που αργά και σιγαλά σβήνει στερνά κι εκείνη, κι απλώνει ένα μισόφωτο θαμπά, χαλκά λευκό, μισόφωτο που σούρουπο σιγά σιγά έχει γίνει, που και η κατσίκα χάνεται χαλκή μες στο χαλκό. Κι όπως στη ράχη βόσκοντας μακραίνει το κοπάδι, κάπου ένα μόνο απόβαθα κουδούνι τώρα ηχεί σαν κλάμα, σαν παράπονο που σκέπασε το βράδυ στ' αλαργινά ό τι αλαργινό ζητούσε μια ψυχή.

Στο χτήμα αυτό βόσκοντας κάποιος γιδάρης, που τον έλεγαν Λάμωνα, βρήκε παιδί, που τόθρεφε μια γίδα. Ήτανε δάσος και κάτω χαμόδεντρα και κισσός απλωμένος και χορτάρι μαλακό, που απάνω του κείτονταν το παιδί. Στο μέρος αυτό τρέχοντας η γίδα ταχτικά γινόταν πολλές φορές άφαντη· κι αφίνοντας το κατσικάκι της έμενε κοντά στο μωρό.

Το μήλο τούτο, αγάπη μου, το γέννησε τ' όμορφο καλοκαίρι και το ανάθρεψε δέντρο όμορφο· το γούρμασε ο ήλιος και το φύλαξε η τύχη. Και δε μπορούσα έχοντας μάτια να τ' αφίσω να πέση χάμω και ή κοπάδι βόσκοντας να το πατήση ή φίδι σερνούμενο να το φαρμακώση ή ο καιρός να το σαπίση μένοντας εκεί επάνω, βλεπούμενο, παινευούμενο.

Ένα αγόρι βόσκοντας εκεί σιμά βόιδια, όμορφο κι αυτό και τραγουδιστής σαν την κόρη, παραβγαίνοντας στο τραγούδι έδειξε φωνή, πιο δυνατή σαν άντρας που ήταν και γλυκιά σαν κορίτσι. Κι αφού ξελόγιασε από τα βόιδια της οχτώ τα καλλίτερα, τάσυρε στο δικό του κοπάδι.

την Πύλο καιτον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων. εφθάσαμε, καιτα υψηλά παλάτια μας εδέχθη, 110 όπως εγκάρδια δέχεται πατέρας τον υιόν του, όπ' έλειπε πολύν καιρόν όμοια κ' εμένα ο γέρος περιποιήθη εγκαρδιακά, και τα λαμπρά παιδιά του. κ' έλεγ' ότι δεν άκουσεν απ' άνθρωποντον κόσμο ο Οδυσσέας ζωντανός αν είν' ή αποθαμένος, 115 αλλά μ' αμάξια μ' άλογα μ' έστειλετον Ατρείδη Μενέλαον κονταριστήν εκ' είδα την Αργείαν Ελένη, 'που εξ αιτίας της πολλά πάθ' υποφέραν Τρώες και Αργείοι, των θεών ως θέλησεν η γνώμη. και ο μαχητής Μενέλαος κατόπι μ' ερωτούσε, 120την θείαν Λακεδαίμονα ποι' ανάγκη μ' έχει φέρει, κ' εγ' όλην του φανέρωσα την καθαρήν αλήθεια. και τότε αυτός μ' απάντησε, τα λόγια τούτα μου 'πε• ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου, εκείνοι, οπού 'ναι άνανδροι, τω όντι να πλαγιάσουν! 125 και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριούτον λόγγο κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια, όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος, και τρομερά με τα μικρά χαλά και την μητέρα• 130 όμοιοαυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνητην Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθητην πρόσκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη, και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,— 135 αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, 'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείν' ο γάμος. και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω, αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, 140 ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. ότι τον είδ', είπ', εις νησί, πολύ βασανισμένον, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'που με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσητην πατρίδα, ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ούτε συντρόφους, 145 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. ιδού τι μου 'πε ο μαχητής Μενέλαος Ατρείδης• αυτά 'καμα κ' εγύρισα, και πρύμον μου χαρίσαν οι αθάνατοι, και μ' έστειλαντην ποθητήν πατρίδα».

Κ' έκαναν το καθετί μαζί, βόσκοντας ο ένας κοντά στον άλλο. Πολλές φορές ο Δάφνης περιμάζευε όσα πρόβατα ξεμάκραιναν· και πολλές φορές η Χλόη τα πιο ζωηρά γίδια τα σαλαγούσε από τους γκρεμνούς· μα και τα δυο κοπάδια εφύλαξε ο ένας, επειδή ο άλλος καταγινότανε να παίζη. Κ' ήτανε τα παιγνίδια τους τσοπάνικα και παιδιάτικα.

Ακολουθούν δε μύθοι μακροί και διηγήσεις• ότι και αυτός ο Σύρος εκυνήγησεν εις την Μαυρουσίαν, ότι είδε πολλούς ελέφαντας ομού βόσκοντας και ότι παρ' ολίγον να καταφαγωθή υπό λέοντος και πόσα ψάρια ηγόρασεν εις την Καισάρειαν.