United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μια ακτίνα του παρελθόντος εισέδυσε στη ψυχή μου, όπως ένας αιχμάλωτος που ονειρεύεται κοπάδια, λιβάδια και δόξες! Εστάθηκα! — Δεν κατηγορώ τον εαυτόν μου γιατί έχω το θάρρος να πεθάνω.

Το παιδί, που ήτανε στον κήπο, είδανε κ' οι πατέρες μας στ' όνειρό τους εκείνο κι αυτό πρόσταξε να βόσκουμ' εμείς τα κοπάδια. Πώς μπορεί να το πιάση κανένας; Μικρό είναι και θα φύγη. Και πώς μπορεί να του ξεφύγη κανείς; Φτερά έχει και θα τόνε φτάση. Πρέπει να παρακαλέσουμε τις Νύμφες να μας βοηθήσουνε. Μα μήτε ο Πάνας βοήθησε το Φιλητά, όταν αγαπούσε την Αμαρυλλίδα.

Τότε, σαν ενύκτωσε, ο Σταμάτης, τ' αγιόπαιδο, καθώς τον επωνόμαζεν η μάμμη του, εσήκωσεν επανάστασιν, απαιτών να υπάγουν ομού εις το Παλαιόν Χωρίον, άλλως ηπείλει ότι θα επήγαινεν αυτός ή μόνος ή με δύο βοσκόπουλα τα οποία θα ωδήγουν τα μικρά κοπάδια τους προς το μέρος εκείνο. Η γραία ενέδωκε, και άμα τη ανατολή της σελήνης ανεχώρησαν ομού.

Τούτο το μήλο καθώς το είδεν ο Δάφνης έτρεξε να το κόψη, ανεβαίνοντας εκεί επάνω, και δεν άκουσε τη Χλόη που τον εμπόδιζε. Κ' εκείνη, σαν δεν την άκουσε, έφυγε τρέχοντας προς τα κοπάδια. Ο Δάφνης όμως, αφού ανέβηκε, κατώρθωσε να το κόψη και να το πάη δώρο στη Χλόη· και τέτοια λόγια είπε σ' αυτή, που ήτανε θυμωμένη.

Μα και περισσότεροι τη φτονούσαν. Γιατί στον τόπο της ο ήλιος έβγαινε μεγαλόδωρος σαν κανίσκι βασιλικό. Η μέρα γέλαε κ' η νύχτα μάγευε. Θάλασσα γεμάτη άρμενα, κάμποι μεστοί γεννήματα· κοπάδια στις πλάγιες, κορφές δασοντυμένες. Θεοί γεννιόνταν στις ακροποταμιές και στα ρυάκια λούζονταν νεράιδες.

Αφού λοιπόν και δεύτερη φορά γελάστηκε ο Δόρκωνας στην ελπίδα του και του κάκου έχασε τα καλά τυριά, αποφάσισε ν' αρπάξη τη Χλόη, όταν βρεθή μονάχη της. Και σαν παραφύλαξε κ' είδε, ότι τη μια μέρα πήγαινε τα κοπάδια στο πότισμα ο Δάφνης και την άλλη η κορασιά, σοφίζεται πονηριά, που ταίριαζε σε βοσκό.

Και την άλλη μέρα εσηκώθηκαν πιο ερωτευμένοι κι οδηγούσαν τα κοπάδια με σουριγματιές, επειδή βιαζόντανε να φιληθούν· κι άμα ιδώθηκαν έτρεξαν ο ένας στον άλλο με χαμόγελο. Φιληθήκανε λοιπόν και κατόπι αγκαλιάστηκαν· το τρίτο όμως γιατρικό αργούσε, επειδή μήτε ο Δάφνης εκόταε να το ειπή, μήτε η Χλόη ήθελε ν' αρχίση, ως που κατά τύχη έκαμαν κι αυτό.

Και τα καταρράχια αυτά όλα πλυμένα τώρ' από τα πρωτοβρόχια τοιμάζονται να καρτερέσουν απάνω τους τα χιόνια και τ' αστροπελέκια και τα δρολάπια του κακού χειμώνα, ζόρκ' από δάσα γιατ' έχουν πέσει τα φύλλα τους κ' έρημ' από κοπάδια γιατ' ολοένα κατέβαιναν τότε στα χειμαδιά κ' επλημμυρίζαν δαιδάλαια κι απλωτερά τα λιβάδια του κάμπου πέρα και τα ριζοβούνια.

Και το καλλίτερο που έχει να τάξη κι' αυτός κι' όλοι τους είνε να μην αφίνουν τα γίδια τους να 'μβαίνουν μέσα εις τα ξωκκλήσια και τα γεμίζουν βιρβιλιαίς. . . . Να είνε προσεκτικώτεροι και να έχουν περισσότερον σέβας . . . Να μην πατούν τα ξένα κτήματα με τα κοπάδια τους και τρώγουν της εληαίς και τα θηλιάσματα των Χριστιανών. Αυτά πρέπει να τάξη. — Τάζω, είπεν ο Στάθης.

Πετροκότσυφας , πετροπέρδικα, πετροχελίδωνο, πέρδικα και χελιδόνι του βουνούΠλουμίζω = κεντώ, πλουμίδι , κεντίδι. — Περογλίες και περγουλιές τα απλωμένα επάνω εις κρεββάτια κλήματα. — Πλατόνι, το αλάφι. — Περδικομμάτα , κόρη με μάτια ωραία σαν της πέρδικας. — Προσκάμνια και στρουγγολίθια , τα λιθάρια που είνε 'μπροστάτην ποριά της στρούγγας και κάθηνται οι αρμεχτάδες. — Πόσι , μανδήλι. δεμένοτο κεφάλι. — Ποκάρι =δέμα μαλιού ενός προβάτου. — Προγγάω , βαρώ, σκιάζω, σκορπάω τα κοπάδια βγαίνοντας 'μπροστά και ανοίγοντας τα χέρια. — Πιξάρι , δένδρον. — Παληόκαστρο , τα ερείπια ης αρχαίας Νικοπόλεως κοντά εις την Πρέβεζαν, επίσης τα ερείπια παντός κάστρου. — Προβιά , το δέρμα των προβάτων, τραγιά των γυδιών, αλογιά των αλόγων. — Πολλιώρα προ ολίγης ώρας. — Προσθήλυάζω και προστηλυάζω θέτω εις το βυζί των προβάτων όπως βυζάξωσι. — Πάγρα , παγωνιά.