Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Τη μάθαινε ακόμη να παίζη το σουραύλι· κι όταν εκείνη άρχιζε να φυσάη, αυτός, αρπάζοντας το σουραύλι περνούσε γλήγορα τα χείλη του απάνω από τις τρύπες· και φαίνονταν πως τη διόρθωνε που έκανε λάθος, μα με τρόπο στο σουραύλι φιλούσε τη Χλόη. Κ' ενώ έπαιζε μεσημεριάτικο σκοπό και τα κοπάδια στάλιζαν, η Χλόη αποκοιμήθηκε χωρίς να το νοιώση.
Κι' η γη τη χλόη εντύνεται, Τα δάση της ισκιόνουν, Τα κρύα χιόνια λιόνουν, Ο ουρανός γελάει. Τα λουλουδάκια βάφουνται, Τα πλάγια χρωματίζουν, Κι' ηδονικαίς φωτίζουν Η δροσεραίς αυγαίς. Στο αγκαθερό τραντάφυλλο Γλυκολαλάει τ' Αηδώνι. Το ξένο Χελιδώνι Ταιριάζει τη φωλιά. Στους κάμπους πλούσια κι' άκοπα, Σε πράσινα λιβάδια, Τα ζωντανά κοπάδια Βελάζουν και πηδάν.
Συχνότερα θάβλεπε κανένας να είναι χωρισμένα τα κοπάδια παρά η Χλόη κι' ο Δάφνης. Κ' ενώ έπαιζαν έτσι, τέτοια μελέτησε γι' αυτούς ο Έρωτας. Λύκισσα, που έθρεφε λυκάκια, άρπαζε πολλές φορές από άλλα κοπάδια από τα κοντινά χτήματα, επειδή εχρειαζόταν πολλή θροφή για να θρέψη τα μικρά της. Για τούτο, αφού μαζεύτηκαν νύχτα οι χωριανοί, άνοιξαν λάκκους μια οργιά το πλάτος και τέσσερες το βάθος.
Είπε, κ' εκείνο εθαύμασαν, γιατί 'ς την Νήλια Πύλο δεν έλεγαν πως πέρασεν, αλλ' ότι 'ς τους αγρούς του με τα κοπάδια του έμενεν ή τον χειροβοσκό του. 640 και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος του ωμίλησε και του 'πε•
Κι άρπαζε πολλά κοπάδια, πολύ σιτάρι και κρασί, επειδή μόλις είχε τελειώσει ο τρύγος· μα κι ανθρώπους όχι λίγους, όσοι απ' αυτούς δουλεύανε στα χτήματα. Έπεσεν επάνω και στης Χλόης και του Δάφνη τα υποστατικά· κι αφού βγήκεν έξω, άρπαζεν όσα έβρισκεν εμπρός του.
Συχνά μέσ' 'ς το ηλιοστάλαμμα και μέσ' 'ς το μεσημέρι, Κι' όταν κοιμούνται τα νερά, και βγαίνουν η Νεράιδες Και συγκρατιούνται σε χορούς, τέτοια τραγούδια λέγουν. Όταν ισκιώνουν τα ζερβά και πέφτουν τα λιοπύρια, Και ροβολούν βελάζοντας 'ς τες μάντρες τα κοπάδια, Σουρίζοντάς τα ο νιος βοσκός, τέτοια τραγούδια λέγει.
Κι άμα πια εβασίλεψε ο ήλιος έφερναν τα κοπάδια στις στάνες· κ' η Χλόη δεν έπαθε τίποτε παραπάνω παρά ότι επιθυμούσε να ιδή και πάλι τον Δάφνη να λούζεται.
Δεν πέρασε πολλή ώρα κ' η Χλόη οδηγούσε τα κοπάδια στην πηγή, αφίνοντας το Δάφνη να κόβη χλωρά φύλλα για θροφή των γιδιών ύστερ' από τη βοσκή.
'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 380 «Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε, σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα! και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις, οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν• 385 ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον, σ' επήραν 'ς τα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαν 'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει».
Αμέσως λοιπόν ετρέξανε στις Νύμφες και στη σπηλιά· κι από εκεί στον Πάνα και στο πεύκο· ύστερα στη βαλανιδιά, όπου καθούμενοι και τα κοπάδια έβοσκαν κ' εγλυκοφιλούσαν ο ένας τον άλλο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν