United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 120 ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη; γλυκός μ' εκτύπησεν αχός 'σαν από κορασίδαις, νύμφαις, 'που επάνω κατοικούνταις κορυφαίς, 'ς τα όρη, και εις ταις πηγαίς των ποταμών καιτα χλωρά λιβάδια• ή σιμά ευρίσκομαι εις θνητούς με γλώσσαν ανθρωπίνην; 125 αλλ' έλα, με τα μάτια μου θα ιδώ και θα εξετάσω».

Ο ήλιος έκαιεν. — Να δγης, Μα, έλεγε κατά την εργασίαν η μικροτέρα. Ήρθαν κ' ήρθαντο χωράφι κάτω. Ο κυρ Γεώργης, ο καπετάν Μαθιός, ο Γιάννς τς Μαχώς. — Έχνι σφαχτά, προσέθηκε και η Δεσποινιώ. Έχνι ψτά, γάλατα, τυριά χλωρά και μιζίθρες. — Πήρανε κι' τ' νύφ'; ηρώτησεν και η γραία. — Τν' έχνι. Η εργασία εξηκολούθει. Είχεν ήδη εξαχθή μέγας σωρός του αναιδούς αργοφυτού.

Αυτό δεν ήτανε και πολύ διασκεδαστικό για τους χωραΐτες· μα ο Δάφνης εφώναξε και μερικά με τόνομά τους και τους έδωκε φύλλα χλωρά, και κρατώντάς τα από τα κέρατα τα εγλυκοφίλησε.

Κ' εγέλασ' η μητέρα του και στράφηκε και τούπε: Γιατί απορείς; μήπως και συ της μέλισσας δε μοιάζεις; Έτσι μικρός είσαι και συ κ' έτσι σκληρά πληγώνεις. Αδράχτι, που σ' εχάρισε στις γνωστικές γυναίκες η γλαυκομμάτα η Αθηνά για νοικοκυροσύνη, έλα μαζί μου θαρρετά στην πόλη του Νηλέως πούνε ναός της Κύπριδος μέσ' σε χλωρά καλάμια.

Κ' έβγαιναν 'ςτον ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν' απολάψουν τη δροσιά του βουνού και τ' αθάνατο νερό τ' Αζώηρου, που ήτον κατάκρυο και καλοχώνευτο, κι όπ' έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου.

Δεν πέρασε πολλή ώρα κ' η Χλόη οδηγούσε τα κοπάδια στην πηγή, αφίνοντας το Δάφνη να κόβη χλωρά φύλλα για θροφή των γιδιών ύστερ' από τη βοσκή.

τον τοίχο γύρω αραδιαστά θρονιά και εις τα δυο μέρη 95 απ' το κατώφλι εφαίνονταν ως μέσα πέρα πέρα, και γυναικών καλόγνεστα γιασίδια τα εσκεπάζαν•εκείνα επάν' οι αρχηγοί καθίζαν των Φαιάκων, κ' έτρωγαν μαζή κ' έπιναν, ότ' είχαν αφθονία. 100 και εις στυλοβάταις τεχνικούς στέκονταν χρυσοί νέοι, κρατώντας εις τα χέρια τους λαμπάδαις αναμμέναις, και των συνδείπνων έφεγγαντα δώματα την νύκτα. πενήντα μες το δώμα του γυναίκαις έχει δούλαις• άλλαις αλέθουν τον καρπό, 'που 'ναι ξανθός σαν μήλο, άλλαις υφαίνουσι πανί και κλώθουσι μαλλία, 105 καθήμεναις, και, ως της ψηλής λεύκας τα φύλλα, σειούνται• κ' είναι τα υφάσματα κρουστά, 'που επάνω ρέει το λάδι. και καθώς όλων των ανδρών οι Φαίακες πρωτεύουν να κυβερνούντην θάλασσαν, όμοια καλαίς τεχνίτραις είναι η γυναίκεςτο πανί, ότ' η Αθηνά ταις έχει 110 έργα διδάξει εξαίρετα και νουν λαμπρόν χαρίσει, και της αυλής έξω, σιμάτην θύρα, μέγας κήπος τετράπλεθρος, και λίθινος τον περιζώνει φράκτης. δένδρ' αυτού μέσα υψόνονται χλωρά και φουντωμένα• απιδιαίς είναι και ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις, 115 και με γλυκόκαρπαις συκιαίς εληαίς θυμό γεμάταις. είναι ο καρπός τους άφθαρτος και ολοχρονής δεν λείπει, χειμώνα, είτε καλόκαιρον• αλλ' άπαυτα φυσώντας αύρα ζεφύρου άλλα γεννά και άλλα ωριμάζει νέα. γερά το απίδι και άλλο ανθεί, το μήλο, και άλλο μήλο, 120 και το σταφύλι και άλλο ανθεί, το σύκο, και άλλο σύκο. και υπάρχει αυτού πολύκαρπο κηπάρι αμπελωμένο, 'που μέρος έχ' ηλιακωτόν εις απλωμένο σιάδι και από τον ήλιο φρύγεται• σταφύλια άλλα τρυγούνται, άλλα πατούνται, κ' έμπροσθεν τ' αμπέλι έχει αγουρίδαις 125 ακόμη μες το ξάνθισμα• να βάφουν αλλ' αρχίζουν. και τεχνικώταταις βραγιαίςταις άκραις έχει ο κήπος κάθε λογής, και ολόχρονατην πρασινάδα λάμπουν. δυο βρύσες μέσα• απλόνεταιόλον τον κήπο η μία, εις το κατώφλι της αυλής η άλλη αποκάτω ρέει 130 προς το παλάτι, όθ' έπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις. τέτοιά 'χε ο Αλκίνοος άφθαρτα των αθανάτων δώρα.

Θα ζωσθούμε αγριαμπελιά, της είπε, θα μαζόξουμε λουλούδια, θα φάμε χλωρά 'κκιά με το τυρί κοντάτη βρύση, θα βρούμε γενόμενα κεράσια! — Αχ! πώς μ' αρέσουν! Εκλείδωσαν την οικίαν και εξήλθον. Βωβά εκρότουν τα στερεά πατήματα των τριών γυναικών εις τους στενούς κ' ερήμους δρομίσκους της πολίχνης. Διήλθον τα αλώνια, το έξω της πολίχνης λειβάδιον.