United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευθύς η Κεριστάνη προστάζει δύο εξωτικούς διά να υπάγουν να της φέρουν τα παιδιά της· οι εξωτικοί δεν άργησαν να της τα φέρουν έμπροσθέν της. Ο βασιλεύς της Κίνας, με όλον που ήτον τόσον θλιμμένος διά τον χαμόν της τροφής, εδόθη εις μεγάλην χαράν εις το να ιδή τα δύο του παιδιά, που έφεγγαν ωσάν το φως, τα οποία, παίρνοντάς τα εις τας αγκάλες του με μεγάλην αγαλλίασιν, τα εφιλούσεν.

Και αποθέτοντας τα αναγκαία, άρχισαν με μίαν ογληγορωτάτην επιτηδειότητα να το κτίσουν, που δεν απέρασαν ολίγες ώρες, και το κιόσκι ευρέθη τελειωμένον και ήτον τόσον ωραίον, που επροξενούσε μέγαν θαυμασμόν· είχεν ολόγυρά του δώδεκα στύλους από δίασπρον, που έφεγγαν ως καθρέπται, και εβλέπονταν εις κάθε του πλευρόν συντριβάνια ωραιότατα, των οποίων τα νερά έπεφταν με ορμήν εις λεκάνες από πορφυρόν μάρμαρον.

Έφεγγαν τακόλαστα μάτια τους από χαρά σα διαβολική, μύρια ουρλιάσματα βγάζανε τα ορθάνοιχτα στόματά τους, ο βαρύς ο αχνός της αναπνοής τους έλεγες και την έπνιγε, όση ζωή της έμενε σε τέτοιο τρυφερό κορμί της κακόμοιρης. Γύρισε ο μισοζώντανος ο Ζανουλάκης, έρριξε θολή ματιά στο φριχτό το κακούργημα, και με βαρύ και κλαψάρικο γογγυτό αφίνει το στερνό του ανασασμό.

Μα κι αυτά μικροκάμωτα. Και δίχως άλλο, αν κατείχε η μαζώχτρα μας από ταληθινά τα μάγια της τέχνης, θα τηνε βλέπαμε τώρα ξυπόλυτη κι ανεμοπόδαρη, καθώς κατέβαινε στα παράμερα εκείνα λημέρια. Δεν έφεγγαν από την πάστρα οι ποδιές της, που δω και κει ο αψύς ο χυμός της ελιάς τις είχε στυμμένες.

Τα πλειότερα σπίτια είναι ισόγεια, κι' είναι το ένα κοντά στα άλλο, και δεν χωρίζονται παρά από κανέναν κήπο. Τη βραδειά εκείνη από το χειμωνιάτικο σκοτάδι έφεγγαν οι θύρες και τα παράθυρά του. Η μεγάλη κοκκινωπή αναλαμπή, που έβγαινε μέσα από τα σπίτια, δεν είταν από τα πολλά λυχνάρια τους, αλλ' από τα ξηρά ξύλα, που έβαναν στη στια και για το ζέσταμα των ανθρώπων και για το φώτισμά τους αντάμα.

Άξαφνα, μέσα στην πολυκοσμία, στις φωτοχυσίες, βλέπω δυο μάτια, μεγάλα μεγάλα κι ολόμαβρα. Είχαν εκείνα τα μάτια τόσο φως που θαρρούσες κ' έφεγγαν αφτά μονάχα. Είταν ο Τρικούπης. Ο Τρικούπης, αψηλό ανάστημα δεν είχε· συνήθιζε μάλιστα κ' έσκυβε λιγάκι το λαιμό του προς το στήθος.

Έτσι της έλεγε ο σκοπός του Λανσιέ, μα το ίδιο της έλεγαν και του Νίκου τα μάτια, καθώς χόρευε στην αγκαλιά του, πούταν καρφωμένα απάνω της και τα αισθανότανε να λάμπουνε σαν άστρα απάνω στα μαλλιά της και μέσα της να καίη η αντιφεγγιά τους. . . Τo στόμα του ήτονε μισάνοιχτο κ’ έφεγγαν τα δόντια του και στο πρόσωπο της φυσούσε η ζεστή πνοή του!