United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και να το έπνιγε το πλοίον του, πάλιν δεν θα έκαμνε Χριστούγεννα με την Μυγδαλίτσαν του· ίσως και να την έχανε διά παντός. Κατέπεσε τότε η οργή του· και τω εφάνη τότε ότι τωόντι άραξε και αυτός εις της Τρεις-Μπούκαις, καθώς άραξε και το κατάμαυρον μπάρκο του.

Εκείνος, ωσάν τώρα να συνήλθε, έσφιγξε δυνατά το χέρι του φίλου του, ενώ ησθάνετο ότι η συγκίνησις τον έπνιγε, και ανήλθε τρέχων εις το κατάστρωμα. Μεγάλον κρότον έκαμε, ενθυμούνται πολλοί, ο γάμος του καπετάν Γιάννη με την αδελφήν του Αντωνέλλου ολόκληρον εβδομάδα διεσκέδαζαν και πράγμα παράξενο, ο Αντωνέλλος έκαμνε τον μεγαλείτερον θόρυβον. Τα σχόλια όμως του κόσμου δεν είχαν τελειωμόν.

Να με πάρης, να μ' αγαπάς, να μ' έχης σαν παιδί σουΤέτοια μου έλεγε η Μοιρίτα κ' ένας απέραντος πόνος λίγο λίγο, σαν το νερό που σταλάζει, μου γέμιζε, μου έπνιγε την καρδιά. Όχι! δε φοβούμουν! Τι να φοβηθώ; Ταθώο το κορίτσι! Αλήθεια είναι! Μου έδειξε το γράμμα.

Ο κήπος είταν παραμελημένος όπως κι όλο το καινούριο σπίτι, η χλόη έπνιγε τους δρόμους, όπου περπατούσαμε μια φορά, και στο κιόσκι κάτω στην ακρογιαλιά σαπίζανε τραπέζια και καθίσματα, γιατί κανένας δε διόρθωνε ό,τι χαλούσε η βροχή κι ο άνεμος. Χωρίς να χρειαστή να τους ρωτήσουμε, μας διηγηθήκανε οι δυο γέροι πως τους έτρεξε το κακό.

Μα πάλι του ήρθε να σηκώση την άγκυρα, να ζυγώση στο μώλο και να βγη στη στερηά. Τον έπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορά έννοιωθε πως ήτανε μοναχός του μέσα στον κόσμο και μοναχός του μέσα στη βάρκα. Αληθινό στοιχειό. Και ο κόσμος του φάνηκε τώρα δυο φορές πιο μεγάλος κ' η βάρκα του καράβι τρικάταρτο, που βρισκότανε μέσα μοναχός του κ' έρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος από ένα μαμούνι.

Εκείταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια, εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων. κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχοςτο μελανό καράβι, να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245 και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της. αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία, τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250 «'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα, κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα, εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση. κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα, είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255 και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι. απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος. κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260

Να παραιτηθή αυτής, να την χάση οριστικώς, του εφαίνετο αδύνατον, και εις μόνην την σκέψιν ταύτην η λύσσα έπνιγε την καρδίαν του. Τέλος του επήλθε μία ιδέα ως αστραπή· ουδείς άλλος ειμή ο Άουλος θα ήξευρε πού εκείνη εκρύπτετο. Εάν δεν του την απέδιδε, θα επήγαινε προς τον Καίσαρα, θα κατηγόρει επί απειθεία τον γηραιόν πολέμαρχον, και θα επετύγχανε κατ' αυτού απόφασιν θανάτου.

Είπε, και μ' ένα πήδημα τον άδραξε απ' τη φούντα, κι' έστριψε και στων Αχαιών το μέρος τον τραβούσε. 370 Και τ' ολοκέντητο λουρί τον έπνιγε από κάτου απ' τα καλόθρεφτα λαιμά, που τεντωτό κρατούσε τη χάλκινη περκεφαλιά δεμένη στο πηγούνι.

Έπρεπε να εξατμίσει, ν' αδειάσει, αδιάφορο πως, όλο το αίσθημα της γυναίκας. Η πλημμύρα του θα τον έπνιγε. — Δεν έχω καμιά φιληνάδα ή ερωμένη έξω, είπε, μα δεν με νοιάζει. Θα γράψω ένα γράμμα στη γυναίκα και θα της πω ό,τι αισθάνομαι γι' αυτήν ή από την έλλειψη της. Πιστεύω ότι μπορώ έτσι να νομίζω ότι μιλώ με κάποια, και ότι την έχω κοντά μου και μ' ακούει.

Έφεγγαν τακόλαστα μάτια τους από χαρά σα διαβολική, μύρια ουρλιάσματα βγάζανε τα ορθάνοιχτα στόματά τους, ο βαρύς ο αχνός της αναπνοής τους έλεγες και την έπνιγε, όση ζωή της έμενε σε τέτοιο τρυφερό κορμί της κακόμοιρης. Γύρισε ο μισοζώντανος ο Ζανουλάκης, έρριξε θολή ματιά στο φριχτό το κακούργημα, και με βαρύ και κλαψάρικο γογγυτό αφίνει το στερνό του ανασασμό.