United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καλή φιλενάδα της μάμμης, πριν φύγη, την είχε βοηθήσει να στήση χονδρό βαμβακερό πανί εις τον εργαλειό. «Αυτό γίνεται γρήγορα και όλοι το χρειάζονται, και πλούσιοι και πτωχοί· θα καθίσω, εσυλλογίσθη, να υφάνω απόψε για να ημπορέσω να φέρω της μητέρας μου ολίγα χρήματα μ' αυτά να την παρηγορήσω».

Όταν έφθασαν λοιπόν αυτοί οι ξένοι εις το παλάτι της, δύο δούλοι της τους έφεραν εμπρός εις την βασίλισσαν, η οποία είχε σκεπασμένον το πρόσωπόν της με ένα πανί ψιλόν· οι ξένοι έπεσαν εις τους πόδας της και της εζητούσαν έλεος. Αυτή προστάζοντάς τους να σηκωθούν τους ερώτησε τι ήθελαν και από τι τόπον ήτον.

Παρετήρησε τότε, και ούτε είνε καλά τυλιγμένη εις το μασούρι. Αμέσως έφερεν η γειτόνισσα όλα τα μασούρια και μόνη της εδιάλεξεν ένα με την πειο ίσια, με την πειο γερή κλωστή, το επέρασεν εις την σαΐταν της. Αλλά, δύο τρεις, τέσσαρες φορές η κλωστή έσπασε, και ούτε ένα δάκτυλο πανί δεν είχε ακόμη υφασμένο. Ας δοκιμάση η δευτέρα, είπεν ο συμβολαιογράφος.

Κι' απάνω κάτω του ναού το στολισμόν μου βάνουν· 380 Χαλνόντας τα στεφάνια μου, συντρίβοντας καντήλια Για ολίγο λάδι οπού ρουφάν, ή λαιμαργάν τα φτίλια. Μον κείνο που μου πίκρανε παράνω την καρδιά μου, Είν το χρυσόυφαντο πανί, το πλούσιο φόρεμά μου. Το φόρεμα μου το καλό, το πολυζηλεμένο, 385 Που το είχα με τα χέρια μου στον αργαλιό υφασμένο. Κι' ως να το σόσω υπόφερα και σκάνιασαις και λύπαις.

Ζυγώνοντας στην πολιτεία, απαντήσανε ένα νέγρο ξαπλωμένο στο χώμα, που φορούσε μονάχα μισό φόρεμα δηλ. μισό πανταλόνι από γαλάζιο πανί. Του λείπανε η αριστερή γάμπα και το δεξί χέρι. — Ε! Θεέ μου, του είπε ο Αγαθούλης ολλαντέζικα, τι κάνεις εδώ φίλε μου σε τέτοια φριχτή κατάσταση; — Περιμένω τον αφέντη μου, απάντησε ο νέγρος, τον κύριο Βάντερντέντουρ, τον περίφημο μεγαλέμπορο.

Κρατημένες απ' το χέρι η δυο αδερφές πήγαιναν κάτω απ' τα δένδρα. Φορούσαν δυο καπέλλα φορτωμένα με μια φριχτήν άνοιξη από πανί που έρριχνεν άνθη και καρπούς στα γηρατειά των. Τα ίδια καπέλλα, τα ίδια λουλούδια, ούτε ένα λιγώτεροτόσο ήταν αγαπημένες. Η ίδιες ρυτίδεςτόσο ήταν αγαπημένες!

Κτύπα, κτύπα, κτύπα! — Ποίος είναι; — Θα ήναι, μα την πίστιν μου, κανείς ράπτης Άγγλος, κ' έρχεται εδώ διότι έκλεψε πανί από βράκαν Γαλλικήν . Έλα, ράπτη, να πυρώσης εδώ το σίδερό σου. Κτύπα, κτύπα! — Ησυχίαν δεν με αφίνουν! — Ποίος είσαι του λόγου σου;... Όμως κάμνει κρύον! Δεν είναι η κόλασις εδώ· εκεί κάμνει ζέστην.

Αλλά τώρα που έγεινα πανί με πανί, επήρες αγαπητικό τον Βιθυνόν έμπορον κι' εμένα με αφήνεις έξω να κλαίω 'μπρός στην πόρτα σου την ώρα που εκείνον τον έχεις στην αγκαλιά σου και τον φιλείς και περνάτε την νύκτα μαζή και λες μάλιστα ότι είσαι και γκαστρωμένη απ' αυτόν. ΜΥΡΤΑΛΗ. Μούρχεται να σκάσω, Δωρίων, όταν σ' ακούω να λες ότι μου έστελνες πολλά και ότι εφτώχυνες εξ αιτίας μου.

Την τραβούσε να τη βάλη στο στόμα. — Βρε καράβια θεριά τούδωκαν, βρε μπάρκα πρωτοτάξιδα ποδίσανε, κ' εμείς πού πάμε δε μου λες; Βρε πανί δε φαίνεται στο πέλαγο, βαπόρια δεν ξεμυτίζουν να ταξιδέψουν κ' εμείς μωρέ, που βαστιόμαστε με τα μπλάστρια, πού πάμε δε μου λες; Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δος του και τη μύτη του. — Ο Θεός να με συχωρέση.

Ο ξεθωριασμένος ουρανός στην ανατολή, πάνω από το βουνό, φλεγόταν ακόμη, λες και όλη η λάμψη της ημέρας είχε συγκεντρωθεί εκεί πάνω. Επέμενε να ράβει, αλλά δεν έβλεπε ούτε το πανί , ούτε το βελόνι, μόνο εκείνη την μεγάλη αναλαμπή, εκείνο τον αντικατοπτρισμό χωρίς όρια, βαθύ, απέραντο. Νόμιζε ότι ακούει τη σερενάτα του αγοριού και τραγούδια αγάπης πετούσαν μες στη φλεγόμενη ατμόσφαιρα του δειλινού.