United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς δηλαδή εννοούμεν, Ξένε μου, ότι δεν έχει καμμίαν διαφοράν διά τον κλέπτην αν έκλεψε μεγάλο ή μικρό πράγμα και αν έκλεψε από τα ιερά και όσια και όσα άλλα είναι ανόμοια ως προς την κλοπήν, διά τα οποία, ακριβώς διότι είναι ανόμοια, πρέπει ο νομοθέτης να εφαρμόζη όχι ομοίας τιμωρίας;

Την είδα• ήτον άσπρη με μακρό λαιμό, όπως δύναται κανείς και να συμπεράνη αφού ήτο κόρη κύκνου• κατά τα άλλα ήτο πολύ ηλικιωμένη και σχεδόν ομήλικος με την Εκάβην, αφού ο Θησεύς την έκλεψε πρώτος και την είχεν εις τας Αθήνας κατά την εποχήν του Ηρακλέους, ο δε Ηρακλής είχε κυριεύση προ των Αχαιών την Τροίαν.

Πολλάκις εκείνοι οίτινες τον κατηγόρουν ότι έκλεψε τα πράγματά των, όταν ούτος ηρνείτο, τον έφερον εις το μαντείον του τόπου· και πολλάκις μεν εξηλέγχθη υπό των μαντείων, πολλάκις δε διέφυγεν.

Στρέφεται ο Δήμιος και απαντά: — Υπάρχει πολιτεία, τιμωρούσα τους κακούς· και αυτός είνε κακός· έκλεψε διά να φάγη. Ερωτώ τον κρεμασμένον: — Ποίος είπεν εις σε να μη κλέψης; Και ο κρεμασμένος απαντά: — Ο Νόμος, όστις μόνον διά να περιορίση την φύσιν εγράφη. Είς άνθρωπος εσκέφθη να φρουρήση του χρυσού του τα πλεόνασμα, διά να ικανοποιήση ανοήτους εμπνεύσεις· και ο παρευθείς νόμος εγράφη.

Τότε λοιπόν κάμνει μεν αδικίαν, δεν είναι όμως άδικος, και καθώς δεν είναι κλέπτης υπό τοιαύτας συνθήκας και όμως έκλεψε, ομοίως δεν είναι μοιχός και όμως εμοίχευσε. Το ίδιον δε συμβαίνει και εις τα άλλα. &Πολιτικόν δίκαιον.& — Και λοιπόν ποία μεν είναι η σχέσις των αντιποίνων προς το δίκαιον ελέχθη προηγουμένως.

Ύστερα, επειδή μέφτηκε τον επίτροπο, πως έκλεψε τάχα απ' το παγγάρι, έπαψε ν' αγοράζη απ' την Εκκλησιά, κ' έπαιρνε απ' τον μπακάλη. Έπειτα ο παπάς, οπού δε τάχε ακόμα καλά μαζί της, της είπε να μη φέρνη νοθεμμένα κεριά, μόνε να ψωνίζη απ' το παγγάρι. Τότε κι' αυτή έπαψε να κολλά κεριά. Ωστόσο, επήγαινε ακόμα στην Εκκλησία.

Κι αυτόν τον στίχο τον έλεε τόσο συγκινητικά ο γέρο στραβός, που η μικροπρόσωπη Νίτσα, σαν τον άκουσε διαβαίνοντας, της ήρθε ν' αρχίση τα κλάματα, ν' αρχίση να μαδιέται, και να θρηνή τη μοίρα της. Πόσο άξιζε να την καταραστή μέσ' από τα σπλάχνα της την άτιμη αυτή ξενητιά, που της έκλεψε και της κρατούσε τον άντρα της, που τον χάρηκε μια νύχτα μονάχη!

ΚΑΛΙΜΠ. Καθώς σου έλεγα, δουλεύω ένα τύραννο· ένα μάγο, που με τη σοφία του μου έκλεψε τούτο το νησί. ΑΡΙΕΛ. Ψέμματα. ΚΑΛΙΜΠ. Εσύ τα λες, μαϊμού αναγελάστρα· εσύ. Να σ' εχαλούσε ο γενναίος μου Κύριος! εγώ δεν λέω ψέμματα. ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, ανίσως τον πειράξης πάλι στην ομιλία του, μα τούτο το χέρι, σου πετάω κανένα δόντι. ΤΡΙΝΚ. Και τι; εγώ δεν εμίλησα. ΣΤΕΦΑΝ. Σώπαινε, λοιπόν, και φθάνει. Λέγε.

Στην αρχή, ίσως με σκοπό να μας κοροϊδέψη, μας έκλεψε κάμποσους προγόνους, έβαλε και τον Αλέξαντρο μέσα. Μα ύστερα, σαν κατέβηκε ο άλλος ο ζωντανός ο Αλέξαντρος, και με μια γερή σκουντιά τονε ξύπνησε, έβαλε ο Στόικος στο ράφι τα παραμύθια, κι άρχισε τη δουλειά του.

Έκλεψε;» «Έκλεψε; Τρελός είσαι; Τώρα το κακολογείς κιόλας εκείνο το λουλούδι, εκείνο το ζωγραφιστό αγγελούδι. Τι να κλέψει; Δεν είναι ικανός ακόμη και αυτό να κάνει.» «Και… τι λέει; Θα γυρίσει;» «Εάν του έρθει καμία τέτοια ιδέα στο μυαλό θα του κόψω τα πόδια» είπε ο ντον Πρέντου και σκοτείνιασε το πρόσωπό του.