United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έστρεψε τότε λαθραίον βλέμμα προς τον Μανώλην και τον παρετήρησε με σοβαράν και βαθείαν περιέργειαν. Έπειτα του είπε: — Θες, Μανωλιό, κουκιά! Και σταματήσασα παρουσίασε προς τον Μανώλην καλάθι με χλωροκούκια το οποίον είχε κρεμασμένον εις τον βραχίονά της.

Και όταν τον εστενοχωρούσαν με τα λόγια τους και με τα βλέμματά τους που ήσαν πλέον παρακαλεστικά από τα λόγια τους, έσκαε την κόκκινη σκούφια του χάμω και μελανιάζοντας έλεγε: — Ανάθεμα στον καπετάνιο που τσουρμάρει συντοπίτες του! Να με ιδής στο πίκι κρεμασμένον Μπαρμπατρίμη, αν βάλω άλλη φορά στη γολέτα μου Μυκονιάτη!...

Τα ανθρώπινα όμως δεν τα είπαμεν, και πρέπει να τα ειπούμεν. Διότι με ανθρώπους ομιλούμεν εδώ και όχι με θεούς. Είναι δε εκ φύσεως ιδιότης του ανθρώπου προ πάντων αι ηδοναί και αι λύπαι και αι επιθυμίαι, από τας οποίας κατ' ανάγκην παν θνητόν ζώον είναι κρεμασμένον, διά να εκφρασθώ ούτω πως, και εξηρτημένον με πολλήν προθυμίαν.

Μα ενώ περπατούσα, γύρισα άξαφνα πίσω και κει είδα το άσπρο καπέλο της γυναικός μου και το παρδαλό φόρεμά της να παρουσιάζουνται ανάμεσα από τα θάμνα των γιασεμιών. Και την ίδια στιγμή άκουσα, τη φωνή του Σβεν. Χαμογελώντας γύρισα και τον είδα κρεμασμένον στο λαιμό της μητέρας του μ' ένα ξέσπασμα τρυφερότητας. Της φώναξα, μα ο μικρός αδερφός δεν την άφινε.

Ο Αγαθούλης τρομαγμένος, απομονωμένος, απελπισμένος, όλος τρέμοντας, έλεγε μέσα του! — Εάν αυτός είναι ο καλύτερος των κόσμων, τότε τι είναι οι άλλοι; Πάλι καλά, που μόνο με μαστίγωσαν. Το ίδιο έπαθα στους Βουλγάρους. Αλλ' ω αγαπημένε μου Παγγλώσση! Μεγαλύτερε των φιλοσόφων, έπρεπε να σε ιδώ κρεμασμένον χωρίς να ξέρω γιατί!

Τότε είπον κατ' εμαυτόν: — Αίμα: κάποιον έγκλημα του ανθρώπου·ιδεώδες: κάποιον έγκλημα του Θεού Λέγει ακόμη το Φάσμα: — Είδες ποτέ άνθρωπον κρεμασμένον; — Όχι· τι σημαίνει κρεμασμένος άνθρωπος; — Έν ευτελές τεμάχιον σχοινιού επαναστατεί κατά της έλξεως της ύλης, ήτις φονεύει ασυνειδήτως έν τέκνον της, έλκουσα αυτό φιλοστόργως εις την αγκάλην της.

Επί μίαν όλην ώραν δεν εκίνησα ούτε ένα μυώνά μου, και όλος αυτός ο χρόνος επέρασε χωρίς να τον ακούσω ν' αποκοιμηθή. Έμεινεν εις το κρεββάτι του, κατά το ήμισυ ορθός, και ήκουεν, όπως συνήθιζε πολλάκις επί πολλάς νύκτας διαδοχικώς, προσέχων εις το ωρολόγιον του θανάτου, που ήτο κρεμασμένον εις τον τοίχον.

Είχε κ' ένα σακκούλι ή πουγγί κρεμασμένον εις το αριστερόν πλευρόν του. Εφόρει μακρυά- μακρυά φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Και αφού τον εκρέμασαν υψηλά- υψηλά, έως επτά οργυιάς επάνω, ήρχισαν οι άνδρες να τον ματιάζουν, να τον τουφεκίζουν όλοι, έως ότου τον έκαυσαν.

Διότι, ναι μεν, εκδίκησιν λέγουσα, ενόει κυρίως δ ι κ α ι ο σ ύ ν η ν. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην δεν ενόει άνευ προσωπικής αυτής ικανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον υπό της απαθούς χειρός του νόμου. — Να τον ιδώ κρεμασμένον, έλεγε, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερα ας αποθάνω! Τόσον φρικαλέως επιθυμητή εφαίνετο η εκδίκησις εις την φιλοστοργίαν της φυσικής και αμορφώτου γυναικός!

Οπόταν δε επλησίασεν η νύκτα επήγα εις τον διωρισμένον τόπον, και αφού επλησίασα εκεί, είδα ένα σχοινί που ήτον κρεμασμένον από το παραθύρι της κυρίας, η οποία μου εχρησίμευε διά να ανέβω με αυτό βοηθούμενος από αυτήν που με ετραβούσε, και εμβαίνοντας εις τον πρώτον οντά με έκαμε και απέρασα εις τον δεύτερον, που ήτον πλουσίως στολισμένος.