Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Ν' αλλάξη ο νιος εγύρεψε, και να λευφτερωθή, Οχ των Γιατρών την σύγχυσι, για να αποκοιμηθή. Και έτζι οι Εξοχώτατοι πλιο δεν χασομεράν, Φιλονικώντας άκοπα εκείθε αναχωράν. Τ η γ α ν ί τ α ι ς τ ο υ Τ α λ ι α π ι έ ρ α. Αναχωράτε φιλοσοφία, Και λογομέτρα πολιτική! Μακριά φευγάτε ηγεμονία, Και πάσα τάξι ευγενική!

Δεν είχεν ακόμη αποκοιμηθή και ήκουσε δούπον έξωθεν της θύρας, ως βήματα ανθρώπου. Είτα ήκουσε λείον κρότον, ως να έξεε τις την θύραν με τους όνυχας, ή ως να προσεπάθει τις να εισαγάγη κλείδα εις την οπήν του κλείθρου, ψηλαφών εν τω σκότει. Μετά τούτο αντήχησε σφοδρότερος κρότος, ως εκ περιστροφής της κλειδός. Τέλος, μετά τινας στιγμάς, η θύρα ηνοίχθη...

Ο Καρδοπάκης είχεν αποκοιμηθή, και αντί ν' ακούη αυτός τους κρότους τους έξω, ήκουον αι δύο κόραι τον ρογχαλισμόν του. Έξω εφύσα λεπτή αύρα, κ' ηκούετο από καιρού εις καιρόν ο θρους των φύλλων.

Πόσον πολύ σε αγαπώ Ρούντυ! και συ μπορείς να σκεφθής κακόν για μένα» Εξέσπασε την οργήν της και αυτό την ωφέλησε πολύ, γιατί αλλοιώς θα εγίνετο πολύ μελαγχολική· τώρα ημπορούσε να αποκοιμηθή, να κοιμηθή τον δυναμωτικόν της Αρετής ύπνον.

Επί μίαν όλην ώραν δεν εκίνησα ούτε ένα μυώνά μου, και όλος αυτός ο χρόνος επέρασε χωρίς να τον ακούσω ν' αποκοιμηθή. Έμεινεν εις το κρεββάτι του, κατά το ήμισυ ορθός, και ήκουεν, όπως συνήθιζε πολλάκις επί πολλάς νύκτας διαδοχικώς, προσέχων εις το ωρολόγιον του θανάτου, που ήτο κρεμασμένον εις τον τοίχον.

Τι καλός που είσαι! είπεν εκείνη. Εκείνος επήρε βιβλίον και εκάθησεν απέναντί της. Βυθισμένος εις την ανάγνωσιν, δεν παρετήρησεν ότι η σύζυγος είχεν αποκοιμηθή. Αίφνης ήκουσε ψιθυρισμόν: — «Φύγε, φύγεΠαρετήρησε την σύζυγον, ης τα χείλη εκινούντο ηρέμα. Ανησύχησε και απέθεσε το βιβλίον. Αλλ' ο ύπνος της νεαράς γυναικός μετ' ολίγον εγένετο ησυχώτερος.

Ύστερα από ταύτην την ομιλίαν επλάγιασαν να κοιμηθούν, μον' ο Λογιότατος επεδεύτηκε πολλήν ώραν με τους συλλογισμούς του, και μελετόντας τα λόγια του Γέροντα, έως οπού να ημπορέση ν' αποκοιμηθή τέλος πάντων.

— «Πλάνη, πλάνη», αντείπεν ο Σαδουχαίος Ιωνάθαν, «ενώπιον του νόμου οι γάμοι ούτοι θεωρούνται κολάσιμοι. Αδιάφορον αν δεν κατηργήθησαν καθ' ολοκληρίαν». — «Αδιάφορον! φέρονται πολύ αδίκως προς εμέ», έλεγεν ο Αντίπας, «διότι επί τέλους, ο Αβεσαλώμ είχε συνεύνους τας γυναίκας του πατρός του, ο Ιούδας την νύμφην του». Ο Αΰλος, ο οποίος προ ολίγου είχεν αποκοιμηθή ήλθεν πάλιν εις την ομήγυριν.

Υπέβαλον εις τους στρατιώτας την ιδέαν ότι πρέπει να είχον αποκοιμηθή, και εν τω μεταξύ οι μαθηταί είχον κλέψει το σώμα του Ιησού. Αλλά τοιούτος μύθος ήτο παραπολύ άτιμος προς πειθώ, και παραπολύ γελοίος προς δημοσιότητα. Εάν καθίστατο γνωστόν, ουδέν θα έσωζε τους στρατιώτας εκ του ονείδους και της τιμωρίας.

Εθλίβη προς την στυγεράν φήμην εκείνην, ήτις απεγύμνου την ωραίαν του παπαδοπούλαν από όλον το αθάνατον κάλλος της, παριστάνουσα αυτήν ωσάν μίαν αχρείαν και φρικαλέαν αθιγγάναν οπού μπορούσε να βρυκολακιάση. Δεν ημπόρεσε διόλου ν' αποκοιμηθή έως την ώραν του όρθρου.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν